ΓΙΑΤΙ Η ΔΕΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΠΛΗΓΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Θα µπορούσε κάποιος να ισχυριστεί µε απόλυτη σιγουριά ότι η ιδιαιτέρως κρίσιµη και δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει η ΔΕΗ αποτελεί την πλέον “καυτή πατάτα” που έχει να διαχειριστεί η νέα κυβέρνηση, τουλάχιστον στο κοµµάτι των κρατικών επιχειρήσεων. Άλλωστε, η “µαύρη τρύπα”, οι ζηµίες, οι υπέρογκες οφειλές προς αυτήν, τα “ναυάγια” σε µια σειρά από επιχειρηµατικά σχέδια κ.λπ. οδήγησαν τη δηµόσια εταιρεία στο όριο να καταστεί “συστηµικός κίνδυνος”. Πλέον, η νέα πολιτική ηγεσία καλείται να βρει λύσεις, δραστικές και άμεσες, όσο αυτό είναι εφικτό.

Ωστόσο, όπως λένε στην αγορά, µπορεί η ΔΕΗ να αποτελεί την πιο “δύσκολη” περίπτωση κρατικής επιχείρησης, πλην όµως, υπάρχουν προβλήµατα και “γκρίζες ζώνες”, αλλά και “ανοιχτά µέτωπα” που χρήζουν διαχείρισης και σε άλλα “δηµόσια µαγαζιά”. Σε άλλες επιχειρήσεις η κατάσταση έχει φτάσει στο… απροχώρητο και στην “κόψη του ξυραφιού”, σε άλλες υπάρχουν σοβαρά ζητήµατα προς διευθέτηση, άλλες παραµένουν “προβληµατικές και οικονοµικά µη βιώσιµες”, άλλες “ακέφαλες διοικητικά”.

Για ποιες λένε ήδη, µεταξύ άλλων, στην αγορά;

Τα ΕΛΤΑ που εμφανίζουν, κάθε μήνα, έλλειμμα της τάξης των 8 εκατ. ευρώ, με την ετήσια δαπάνη μισθοδοσίας να ανέρχεται σε 220 εκατ. ευρώ, τη στιγμή που ο κύκλος εργασιών δεν ξεπερνάει τα 300 εκατ. ευρώ. Σε αναμονή της έγκρισης του πλάνου εξυγίανσης της εταιρείας, η υφιστάμενη διοίκηση έχει προχωρήσει σε διακοπή λειτουργίας 40 καταστημάτων, ενώ έχουν αποχωρήσει περίπου 500 άτομα. Σύμφωνα με όσα ανέφερε, πρόσφατα, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Ηλίας Αθανασίου, τα μεγέθη του 2019 εμφανίζουν βελτίωση, με το EBITDA να είναι βελτιωμένο κατά 14 εκατ. ευρώ ή 50%.

Στον ΟΑΣΑ η κατάσταση θα μπορούσε να αντιστραφεί ευκολότερα, λόγω της πλήρους εφαρμογής του ηλεκτρονικού εισιτηρίου που έχει τονώσει σημαντικά τα έσοδα.

Η ΛΑΡΚΟ, που αποτελεί µια διαχρονική προβληµατική εταιρεία που παράγει ζηµίες και χρέη, ενώ η θέση της επιδεινώθηκε δραματικά κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ πριν από μερικά χρόνια είχε εκδηλωθεί υπό όρους επενδυτικό ενδιαφέρον, σήμερα έχουν αποσυρθεί όλοι οι ενδιαφερόμενοι. Η προηγούμενη κυβέρνηση αποπειράθηκε να εφαρμόσει πλάνο εξυγίανσης, ωστόσο η διοίκηση απέτυχε να μειώσει τα κόστη όπως είχε προβλεφθεί. Επιπλέον κόντρα στις εισηγήσεις της εταιρείας συμβούλων Oliver Wyman, η υπό αποπομπή διοίκηση επιχείρησε πριν αλλά και μετά τις εκλογές να εγκρίνει νέα ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας που αυξάνει κατά 3 εκατ. ευρώ το εργασιακό κόστος. Το πρόβλημα της εταιρείας αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι δεν έχει δημοσιευτεί ισολογισμός από το 2015 ενώ προ μηνών αποχώρησαν από το ΔΣ αρκετά μέλη υπό το φόβο ενδεχόμενων κυρώσεων.

Ο ΟΣΕ παρέμεινε ζημιογόνος και το 2018, εμφανίζοντας καθαρές ζημιές 283,5 εκατ. ευρώ, ενώ τα αναγκαία έργα προχωρούν με ρυθμούς χελώνας.

Ιδιαίτερα προβληματική είναι και η κατάσταση στον ΟΑΣΘ, που έχοντας επανακρατικοποιηθεί, βρίσκεται σε καθεστώς εκκαθάρισης, με τον στόλο λεωφορείων της εταιρείας -δεν ξεπερνούν τα 300 οχήματα όσα είναι σε λειτουργία- να εμφανίζει σοβαρά προβλήματα. Ως αποτέλεσμα, μέρος του συγκοινωνιακού έργου της εταιρείας έχει μεταφερθεί στο ΚΤΕΛ.

Η ΕΒΖ, η οποία έχει ουσιαστικά καταρρεύσει ως βιομηχανία και έχει μειώσει την παραγωγή της και υποκαθιστώντας την με εισαγωγές, αδυνατεί να εφαρμόσει το πλάνο εξυγίανσης, το οποίο προβλέπει δύσκολες αποφάσεις και κινήσεις προσαρμογής. Σε περίπτωση οριστικής κατάρρευσης του εγχειρήματος παραμένει ανοιχτό πάντα το ενδεχόμενο βίαιης ρευστοποίησης με δεδομένο ότι οι συνολικές υποχρεώσεις της φτάνουν τα 246,73 εκατ. ευρώ.

Την ίδια στιγμή, στην ΕΥΔΑΠ η νέα διοίκηση θα πρέπει να διορθώσει τα κακώς κείμενα που δημιούργησε η απελθούσα διοίκηση με επικεφαλής τον Γιάννη Μπενίση.

Πλέον, η νέα κυβέρνηση καλείται να δώσει λύσεις, να αποφύγει την κατάρρευση ιστορικών επιχειρήσεων, όπου υπάρχουν τέτοιες ανησυχίες, να “κλείσει μέτωπα” σε μεγάλες επιχειρήσεις, να διαχειριστεί χρόνιες παλινωδίες και καθυστερήσεις που “έκρυψαν τα προβλήματα κάτω από το χαλί”, να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις προς όφελος των εταιρειών, των εργαζομένων και της ελληνικής οικονομίας. Να µη σκεφτεί το “πολιτικό κόστος”, πάντα όμως κοιτάζοντας προς την πλευρά των εργαζομένων και της κοινωνίας.

[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, των Χάρη Φλουδόπουλου, Δημήτρη Δελεβέγκου, 18/7/2019]