ΣΤΗ ΘΑΣΟ ΤΟ «ΧΡΥΣΩΡΥΧΕΙΟ» ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ – ΠΡΙΝ 20.000 ΧΡΟΝΙΑ

«Στο εσωτερικό του ορυχείου έχει βρεθεί πλήθος οστέινων εργαλείων που χρησιμοποιούνταν στην απόληψη των ορυκτών του σιδήρου» τονίζει ο διδάκτωρ Γεωλογίας Μάρκος Βαξεβανόπουλος.

Πολυμελής επιστημονική ομάδα μελετά το αρχαιότερο υπόγειο ορυχείο στην Ευρώπη από το οποίο εξορυσσόταν η ώχρα ένα από τα πολυτιμότερα υλικά της εποχής καθώς και λίθινα και οστέινα εργαλεία που εντοπίστηκαν στο εσωτερικό του.

Με το κόκκινο χρώμα της ώχρας έβαφαν το σώμα τους αλλά και το σώμα του νεκρού οι προϊστορικοί άνθρωποι σε μια ιδιότυπη θρησκευτική πρακτική 20.000 χρόνια πριν στο ύψωμα Τζίνες στη Θάσο όπου ανακαλύφθηκε το αρχαιότερο υπόγειο ορυχείο της Ευρώπης. Πρόκειται για ορυχείο ώχρας, μιας χρωστικής που ήταν πολύτιμη, γι αυτό και ονομαζόταν ο χρυσός της παλαιολιθικής εποχής.

Μια πολυμελής επιστημονική ομάδα συνέδραμε πριν από λίγο καιρό την Ιταλίδα αρχαιολόγο Κιάρα Λεβάτο η οποία εκπονεί τη διδακτορική της διατριβή πάνω στη μελέτη των λίθινων εργαλείων που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στο ορυχείο και φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θάσου. Μαζί της ήταν ένας Γερμανός και ένας Αυστριακός αρχαιολόγος αλλά και ο Έλληνας συνεργάτης τους, διδάκτωρ Γεωλογίας Μάρκος Βαξεβανόπουλος, ο οποίος μελετά τη γεωλογία της περιοχής και τη σύσταση των λίθινων εργαλείων,  ενώ άλλοι επιστήμονες αποτυπώνουν τρισδιάστατα το ορυχείο και τα διάφορα χαρακτηριστικά του.

«Η ώχρα αποτελεί ένα μείγμα ορυκτών του σιδήρου και κυρίως του αιματίτη που αναμεμειγμένη με άλλα οργανικά υλικά προσδίδει ένα χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα. Ανάλογα με την ορυκτολογική σύσταση είναι δυνατή η παραγωγή και καστανών ή κίτρινων χρωστικών. Η εξόρυξη της ώχρας πραγματοποιούνταν με τη χρήση λίθινων εργαλείων και κυρίως ποταμίσιων κροκάλων. Επίσης στο εσωτερικό του ορυχείου έχει βρεθεί πλήθος οστέινων εργαλείων που χρησιμοποιούνταν στην απόληψη των ορυκτών του σιδήρου» δήλωσε στο Έθνος της Κυριακής ο Μ. Βαξεβανόπουλος, προσθέτοντας ότι την αποστολή και την έρευνα χρηματοδοτεί το γερμανικό Μεταλλευτικό Μουσείο του Μπόχουμ.

Η είσοδος του αρχαίου ορυχείου εντοπίστηκε τυχαία τη δεκαετία του 1950 κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ενός παρακείμενου μεταλλείου και ο Γερμανός γεωλόγος Ερμαν Γιουνγκ ήταν ο πρώτος που μπήκε στο εσωτερικό του και ανακάλυψε λίθινα και οστέινα εργαλεία.

Η αρχαιολόγος Κιάρα Λεβάτο εκπονεί τη διδακτορική διατριβή της η οποία έχει ως αντικείμενο τη μελέτη λίθινων εργαλείων που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια ανασκαφών στο ορυχείο.

Αρκετά χρόνια αργότερα στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η αρχαιολόγος Χάιδω Κουκούλη-Χρυσανθάκη, σήμερα επίτιμη έφορος Αρχαιοτήτων ξεκίνησε συστηματική ανασκαφή και από τη μελέτη του υλικού κατέληξε στη χρονολόγηση της δραστηριότητας πριν από 20.000 χρόνια.

«Είναι μετά βεβαιότητας το πιο παλιό υπόγειο ορυχείο της Ευρώπης» ανέφερε η κ Κουκούλη-Χρυσανθάκη στο Εθνος της Κυριακής, προσθέτοντας ότι στην περιοχή Λόβας της Ουγγαρίας έχει εντοπιστεί και ανασκαφεί ένα ορυχείο ώχρας το οποίο χρονολογείται στα 60.000 π.Χ., αλλά είναι επιφανειακό. Ορυχεία της παλαιολιθικής εποχής έχουν επίσης βρεθεί σε άλλες χώρες της Ευρώπης και στην Αφρική, αλλά της Θάσου είναι το αρχαιότερο υπόγειο. «Σε ένα σημείο στην είσοδο της στοάς έξω από τον κυρίως χώρο βρέθηκαν νεολιθικά όστρακα τα οποία πιθανόν δείχνουν τη χρήση του και στη νεολιθική εποχή, όπου η ώχρα χρησιμοποιούνταν στην κεραμική για τη βαφή αγγείων», συμπληρώνει η αρχαιολόγος.

Το κόκκινο χρώμα της ώχρας, χρώμα του αίματος και της ζωής, πρέπει να είχε συμβολική-λατρευτική χρήση στις πρώτες κοινωνίες των κυνηγών και των τροφοσυλλεκτών που τη χρησιμοποιούσαν για να

βάφουν το σώμα τους, αντικείμενα ή και χώρους, ενώ έχει βρεθεί και σε ταφές. Δεν αποκλείεται να χρησιμοποιούνταν και ως είδος φαρμάκου για την επούλωση των πληγών, σίγουρα πάντως είχε συμβολική σημασία για τον προϊστορικό άνθρωπο.

Ορατή μόνο η είσοδος

To ορυχείο βρίσκεται στην ορεινή θέση Τζίνες, ανάμεσα στα Λιμενάρια και στις Μαριές, στα νότια της Θάσου και το κοίτασμα του αιματίτη ήταν τόσο πλούσιο που αποτέλεσε αντικείμενο συστηματικής εκμετάλλευσης και στη σύγχρονη εποχή.

Στο σημείο είναι ορατή μόνο η είσοδος, μια μικρή τρύπα, ενώ ο λόφος είναι σε έντονο κοκκινωπό χρώμα καλυμμένος με λογής πετρώματα τη σύσταση των οποίων μελετά ο Μάρκος Βαξεβανόπουλος. Το ορυχείο στις Τζινες θα αποτελέσει το αντικείμενο μιας επιστημονικής μελέτης που θα δημοσιευθεί το προσεχές διάστημα.

Μέσα στην επίχωση των στοών βρέθηκε μεγάλος αριθμός κεράτινων οστέινων και λίθινων εργαλείων, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι εργαλεία εξόρυξης, ενώ άλλα έχουν σχέση με τη συγκέντρωση και την αποθήκευση της ώχρας. Συνολικά έχουν βρεθεί 573 αντικείμενα στις δύο στοές του πρώτου ορυχείου.

Τα εργαλεία εξόρυξης είναι από ακατέργαστο υλικό αλλά εμφανίζουν ήδη το γνωστό δίδυμο σφήνας και σφυριού. Κέρατα από ελάφια και οστά από μεγάλα ζώα ήταν οι σφήνες, ενώ για σφυριά χρησιμοποιούσαν κροκάλες πέτρες. Μια μικρή οστέινη σπάτουλα πρέπει να χρησιμοποιούνταν για τη συγκέντρωση της ώχρας και οι λεπίδες πυρόλιθων για το ξύσιμο της ώχρας.

Σημαντικό στοιχείο για τη χρονολόγηση του ορυχείου αποτέλεσε ένα κέρατο αντιλόπης του είδους Saiga tatarica, ζώο της στέπας, που εξαφανίστηκε από τη Νότια Ευρώπη και τη Βαλκανική όταν με το τέλος του πλειστόκαινου (πριν από 12.000 χρόνια), οι περιοχές αυτές καλύφθηκαν με πυκνά δάση.

Επίσης ο Γερμανός παλαιοζωολόγος Η. Ρ. Ούρπμαν αναγνώρισε στα σωζόμενα οστά και κέρατα ζώων τυπικά είδη ζώων της παλαιολιθικής πανίδας, όπως ταύρους και ελαφοειδή. Η παρουσία μεγάλων ζώων έδειξε στους αρχαιολόγους ότι την εποχή εκείνη η Θάσος ήταν ακόμη ενωμένη με την απέναντι ακτή και αυτό προσδιορίστηκε οπωσδήποτε πριν από το 5.000 π.Χ.

Ο εντοπισμός κολλαγόνου σε δείγμα οστέινου εργαλείου επέτρεψε τη χρονολόγηση με τη μέθοδο του άνθρακα 14, με την οποία επιβεβαιώθηκε η χρονολόγηση του ορυχείου στη Νεότερη Παλαιολιθική Εποχή – πριν από 20.000 χρόνια. Συνηγορεί σε αυτό και η παντελής απουσία κεραμικής, καθώς την εποχή αυτή δεν υπάρχουν αγγεία και άλλου τύπου αντικείμενα.

Η εξόρυξη της ώχρας, του «χρυσού» της Παλαιολιθικής Εποχής, υπήρξε η πρωιμότερη εξορυκτική δραστηριότητα του ανθρώπου και η πρώτη γνωριμία του με τα μέταλλα. Η Θάσος ήταν γνωστό μεταλλευτικό κέντρο με ιστορικές αναφορές σε αυτήν τη δραστηριότητα ήδη από τον Ηρόδοτο και αργότερα από τον Στράβωνα. Συστηματική εξόρυξη μόλυβδου, σιδήρου, χαλκού, αργύρου και χρυσού γινόταν από τον 7ο αιώνα π.Χ και συνεχίστηκε εντατικά μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, για να ατονήσει ωστόσο στους βυζαντινούς χρόνους και στην οθωμανική εποχή.

Στα νεότερα χρόνια η μεταλλευτική δραστηριότητα σταμάτησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, καθώς ανακαλύφθηκαν πλούσια και φτηνά στην εξόρυξη κοιτάσματα σιδήρου στην Αφρική και τη Νότια Αμερική και πλέον έντονη είναι μόνο η λατομική δραστηριότητα, δηλαδή η εξόρυξη μαρμάρου στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού.

 

[ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, της Μαρίας Ριτζαλέου, 30/12/2018]