ΠΟΛΙΤΙΚΗ «ΝΑΡΚΗ» ΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Επανέρχεται ο κίνδυνος αστάθειας, βαρίδι το country risk – κλίμα αβεβαιότητας από τους κυβερνητικούς κλυδωνισμούς – πλήγμα στις διεργασίες για τα NPLs, τριγμοί σε ομόλογα, αγορά, αναστολή επενδύσεων, φυγή επιχειρήσεων.

Πολιτική νάρκη σε τράπεζες

Αντιμέτωπη με μια νέα απειλή βρίσκεται η ελληνική οικονομία, καθώς, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη χρονική συγκυρία, κλυδωνίζεται εκ νέου από το ρίσκο της πολιτικής αστάθειας, που έρχεται να προστεθεί στο ήδη αρνητικό κλίμα που υπονομεύει τις όποιες δειλές προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας και τις προσπάθειες των ελληνικών επιχειρήσεων να κερδίσουν την άνιση μάχη με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.

Η εκπαραθύρωση του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά, και η ταυτόχρονη παραμονή του Πάνου Καμμένου στο υπουργικό συμβούλιο έδωσαν προσωρινό τέλος στον συναγερμό για την κυβερνητική συνοχή. Εντούτοις, η επιλογή του πρωθυπουργού εκλαμβάνεται όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο, αλλά και από την αγορά, ως υποχώρηση στον εκβιασμό του κυβερνητικού εταίρου υπό την απειλή της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Και μπορεί ο κ. Καμμένος, μετά την απόφαση του πρωθυπουργού, να παραμένει στη θέση του (απομένει να φανεί στην πράξη μέχρι πότε), ωστόσο η ζημιά έχει ήδη γίνει και ο κίνδυνος της πολιτικής αβεβαιότητας και αστάθειας έχει ήδη επιστρέφει, αποτελώντας βαρίδι και συστημικό ρίσκο που συνυπολογίζεται σε όλους τους τομείς της οικονομίας, από το τραπεζικό σύστημα μέχρι τις επενδύσεις και, πρωτίστως, την αγορά των ομολόγων.

Το κλίμα αβεβαιότητας επιτείνεται και από το γεγονός ότι έχουμε εισέλθει σε de facto προεκλογική περίοδο, η οποία, ανάλογα με τις προθέσεις και τους σχεδιασμούς του πρωθυπουργού, μπορεί να «σέρνεται» επί μακρό χρονικό διάστημα, εξέλιξη η οποία βεβαίως αποτελεί το χειρότερο δυνατό σενάριο για την οικονομία και τις επιχειρήσεις, οι οποίες επωμίζονται και το μεγαλύτερο βάρος της αδιέξοδης κυβερνητικής επιλογής για υπερπλεονάσματα, «στην πλάτη» της παραγωγικής οικονομίας.

Η νάρκη του πολιτικού ρίσκου, που προστίθεται στις απειλές για την ελληνική οικονομία, δεν αφήνει ανεπηρέαστο το κλίμα στην αγορά, όπου καταγράφονται αλλεπάλληλα κρούσματα δυσπιστίας και ανησυχίας των επενδυτών, που αντιμετωπίζουν ως βαρίδι οτιδήποτε σχετίζεται με την ελληνική οικονομία, είτε είναι ελληνικό ομόλογο είτε είναι επιχείρηση με έδρα την Ελλάδα.

Δυσπιστία και καθυστερήσεις

Το γεγονός ότι η παραίτηση Κοτζιά εξελήφθη, εκτός των συνόρων, ως αρνητικό μήνυμα και ρίσκο πολιτικής αστάθειας για την ελληνική οικονομία φάνηκε στο ράλι που κατέγραψαν τα ελληνικά ομόλογα από την ημέρα παραίτησης του υπουργού Εξωτερικών. Αν και γενικά η πολιτική αλλαγή δεν αξιολογείται ως ρίσκο από τους επενδυτές, ιδιαίτερα όταν η Νέα Δημοκρατία έχει δεσμευτεί ότι θα κινηθεί στην κατεύθυνση της επίσπευσης των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων για την ανάκαμψη της οικονομίας και των επενδύσεων, εντούτοις όσο το πολιτικό πεδίο δεν ξεκαθαρίζει τόσο οι αγορές θα δυσπιστούν.

Την κατάσταση έρχεται να επιτείνει η αναβλητικότητα που επιδεικνύει η κυβέρνηση σε όλα τα μέτωπα που σχετίζονται με τις επενδύσεις και τις αποκρατικοποιήσεις. Όλα τα μεγάλα projects βρίσκονται σε τέλμα, η κυβέρνηση συνεχίζει να παίζει κλεφτοπόλεμο καθυστερήσεων σε κορυφαίες επενδύσεις που εν δυνάμει μπορούν να αλλάξουν το κλίμα στην αγορά και οι αποκρατικοποιήσεις έχουν βαλτώσει, με αποκλειστική ευθύνη και επιλογή της κυβέρνησης. Μάλιστα, οι αλλεπάλληλες αναβολές σε κρίσιμα projects αποκρατικοποιήσεων δημιουργούν προϋποθέσεις ώστε η κυβέρνηση να πάει στις κάλπες, όποτε και εάν γίνουν αυτές, χωρίς να έχει προχωρήσει ούτε μία σοβαρή πώληση εταιρείας του Δημοσίου.

Τράπεζες και ομόλογα στη «μέγγενη»

Ενδεικτική των πιέσεων που ασκούνται λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας στις τιμές των μετοχών του τραπεζικού συστήματος, αλλά και των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, είναι η διακύμανση των τελευταίων εβδομάδων.

Δύο γεγονότα επηρέασαν άμεσα τη διαμόρφωσή τους, φέρνοντας στην επιφάνεια με τον πλέον σαφή και άμεσο τρόπο την «ευπάθεια» του τραπεζικού συστήματος αλλά και τις αντιδράσεις των αγορών χρέους στο πολιτικό περιβάλλον της χώρας.

Όταν κατατέθηκαν στις συγκεκριμένες προβλεπόμενες ημερομηνίες οι Προϋπολογισμοί των χωρών-μελών της Ευρωζώνης στην Κομισιόν, για να διαπιστωθεί σύμφωνα με το υπάρχον κανονιστικό πλαίσιο η συμβατότητά τους με τους κοινοτικούς κανόνες, εμφανίστηκαν σχεδόν αμέσως πιέσεις τόσο στις τιμές των τραπεζικών μετοχών όσο και στις αποδόσεις των ομολόγων.

Όταν από τις σχετικές δηλώσεις των κοινοτικών αξιωματούχων, αλλά και τις σχετικές συζητήσεις στο Eurogroup, φάνηκε καθαρά ότι ο ελληνικός Προϋπολογισμός, ακόμα και με τα διλήμματα της περικοπής ή μη των συντάξεων, δεν θα αντιμετωπίσει προβλήματα, αυτό αποτυπώθηκε σχεδόν άμεσα στη βελτίωση των τιμών τόσο στις τραπεζικές μετοχές όσο και στις αποδόσεις των ομολόγων.

Η «διαφορά» φάνηκε σχεδόν αμέσως στις αντίθετες τάσεις που ακολουθούσαν οι τιμές των ελληνικών και των ιταλικών ομολόγων, όταν η Κομισιόν άρχισε να διατυπώνει τις αρνητικές προθέσεις της για τον ιταλικό Προϋπολογισμό. Προς στιγμή, μάλιστα, δημιουργήθηκαν βάσιμες προσδοκίες ότι αυτή η τάση θα μπορούσε να οδηγήσει στη διαφοροποίηση της στάσης των αγορών απέναντι στα ελληνικά και τα ιταλικά assets και την «απαγκίστρωση» των μεν από τα δε.

Όμως τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Και αυτό γιατί ήρθε η ενδοκυβερνητική κρίση και η παραίτηση Κοτζιά για να αποσταθεροποιήσει και πάλι την κατάσταση. Και να ακυρώσει τις όποιες θετικές εξελίξεις είχαν αρχίσει να αποτυπώνονται είτε στο τραπεζικό «rebound» είτε στις κινήσεις των ομολογιακών αποδόσεων.

Η πολιτική αβεβαιότητα, όπως υποστηρίζεται από παράγοντες της τραπεζικής αγοράς, έχει παγιδεύσει την οικονομία και, κατά συνέπεια, το τραπεζικό σύστημα σε μια «ασταθή κατάσταση».

Από αυτήν είναι αδύνατο να βγει χωρίς έναν ξεκάθαρο οικονομικό και πολιτικό ορίζοντα μέσα στον οποίο να μπορεί να τρέξει η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και μαζί της η δυναμική «εξόδου» από το ναρκοπέδιο των «κόκκινων» δανείων. Μέσα σε ένα κλίμα αβεβαιότητας υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, στα τέλη του μήνα, ο νέος κύκλος των συζητήσεων με τους παράγοντες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να οδηγήσει σε περισσότερες πιέσεις για κεφαλαιακές διασφαλίσεις.

Ανάλογη είναι η κατάσταση και στην αγορά ομολόγων, όπου η έλλειψη ενός μακροπρόθεσμου ορίζοντα πολιτικής σταθερότητας δεν επιτρέπει να δρομολογηθεί ένας σχεδιασμός αναχρηματοδότησης του χρέους αποδεκτός από τις αγορές, αλλά ταυτόχρονα ανεκτός όσον αφορά το κόστος δανεισμού για το Δημόσιο.

[ΠΗΓΗ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ-ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ, των Χάρη Φλουδόπουλου, Γ. Αγγελή, 20/10/2018]