ΣΤΑ ΑΚΡΑ ΔΕΗ – ΕΝΕΡΓΟΒΟΡΕΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ

Ο μέσος όρος των τιμών των ρύπων έχει αυξηθεί κατακόρυφα φέτος. Από 5,7 ευρώ/τόνο πέρυσι στα 15,7, επιβαρύνοντας τις βιομηχανίες

Σε θέσεις μάχης βρίσκονται για μία ακόμη φορά η ΔΕΗ και οι ενεργοβόρες βιομηχανίες της χώρας για τις συμβάσεις προμήθειας ρεύματος. Μέχρι και χθες δεν είχαν υπογράφει οι συμβάσεις για το τρέχον έτος με τους μεγάλους πελάτες στην υψηλή τάση. Με τους τελευταίους να αρνούνται να διαπραγματευτούν με τη δημόσια επιχείρηση και να διαμηνύουν, ότι εάν δεν υπάρξουν σοβαρές συζητήσεις και επίλυση μιας σειράς από θέματα δεν θα προχωρήσουν σε συμφωνία.

Είχε προηγηθεί η κίνηση της ΔΕΗ να αποστείλει επιστολή σε μεγάλους πελάτες της, με την οποία τους ενημέρωνε για τις εκπτώσεις στα βιομηχανικά τιμολόγια. Κίνηση που δεν έχει βρει ανταπόκριση μέχρι στιγμής. Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που εκτιμούν, ότι εάν δεν υπάρξουν άμεσες νέες σοβαρές συζητήσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές το «ναυάγιο» θα είναι αναπόφευκτο.

ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΒΙΚΕΝ

Οι εκπρόσωποι των ενεργοβόρων βιομηχανιών ζητούν να γίνουν διαπραγματεύσεις, οι οποίες να ξεκινήσουν μέσα στο Σεπτέμβριο και να μην αφορούν μόνο τα τιμολόγια ρεύματος για το 2018, αλλά και για το 2019. Μάλιστα εμφανίζονται σφόδρα δυσαρεστημένοι με την τακτική που ακολουθεί απέναντι τους η ΔΕΗ, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι πρόκειται για .έναν από πιο εξαγωγικούς και πιο ανταγωνιστικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.

Όπως διαμορφώνεται η κατάσταση, πολύ δύσκολα οι μεγάλες βιομηχανίες θα υπογράψουν συμφωνία για προμήθεια ρεύματος από τη ΔΕΗ. Από ορισμένους μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες μάλιστα, εκφράζονται υπόνοιες ότι ενδεχομένως η κορυφαία ΔΕΚΟ ακολουθεί αυτή την τακτική προκειμένου να διώξει πελάτες της Υψηλής Τάσης για να μειώσει το μερίδιό της στη λιανική αγορά, ιδιαίτερα τώρα που το αίτημά της, να μην συνυπολογίζεται η κατηγορία αυτή των πελατών στο μερίδιο λιανικής, απορρίφθηκε από την Κομισιόν.

Μια σειρά θέματα εξάλλου, όπως η εναρμόνιση της ζώνης αιχμής με αυτήν του ΑΔΜΗΕ, η διάρκεια των συμβάσεων, αλλά και η χρέωση των ρύπων και πώς αυτή θα συμβαδίσει με την αντιστάθμιση που δικαιούνται ορισμένοι βιομηχανικοί καταναλωτές ηλεκτρισμού, «καίνε» την ΕΒΙΚΕΝ (Ένωση Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας), η οποία πιέζει για την τροποποίηση της μεθοδολογίας υπολογισμού της χρέωσης για την αντιστάθμιση ρύπων, ειδικά για τους επιλέξιμους βιομηχανικούς καταναλωτές που δικαιούνται αντιστάθμισης, ώστε να συνάδει με την μεθοδολογία υπολογισμού της μέγιστης αποζημίωσης που δικαιούνται να πάρουν. Με παλιότερη επιστολή της προς τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ΔΕΗ Μανόλη Παναγιωτάκη, την οποία κοινοποίησε και στον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργο Σταθάκη, ζήτησε επανασχεδιασμό της μεθοδολογίας χρέωσης του κόστους των εκπομπών C02, ειδικά για τα τιμολόγια της υψηλής τάσης.

Ο τρόπος με τον οποίο η ΔΕΗ χρεώνει τους ρύπους θα επιβαρύνει τις βιομηχανίες σύμφωνα με εκτιμήσεις, τουλάχιστον 50 εκατ. ευρώ, ειδικά το 2018, καθώς η τιμή του C02 στο Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων έχει ανέβει κατακόρυφα.

Πρόκειται για θέμα που έχει θέσει στον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας και ο ΣΕΒ, με παρόμοια επιστολή των προέδρων της Επιτροπής Ενέργειας του Συνδέσμου Ευ. Μυτιληναίου και Δ. Παπαλεξόπουλου που αφορούσε συνολικά τα ζητήματα του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας

ΑΠΟ ΤΟ 2014

Από το 2014 η Ελλάδα έχει υιοθετήσει μηχανισμό αντιστάθμισης του έμμεσου κόστους εκπομπών C02, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην Οδηγία 2003/87 και τις σχετικές Κατευθυντήριες Γραμμές του 2012 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο μηχανισμός αυτός, κατ’ εφαρμογή σχετικού μαθηματικού τύπου που ισχύει πανευρωπαϊκά, προβλέπει τον υπολογισμό ανώτατης ετήσιας αντιστάθμισης του σχετικού κόστους έμμεσων εκπομπών, με βάση την προθεσμιακή τιμή των ρύπων κατά το προηγούμενο της κατανάλωσης έτος.

Αυτό σημαίνει ότι για την αντιστάθμιση του 2018, χρησιμοποιείται ο απλός μέσος όρος των τιμών των ρύπων το 2017 που ήταν 5,7 ευρώ ανά τόνο. Η εκτίναξη του μέσου όρου των ρύπων από τα 5,7 ευρώ ο τόνος πέρυσι τέτοια εποχή, έχει εκτοξευθεί στα 15,70 ευρώ, με τις εκτιμήσεις διεθνών αναλυτών να το ανεβάζουν στα 25-30 ευρώ μέσα στα επόμενα χρόνια. Γεγονός που «τινάζει στον αέρα» τις επενδύσεις των ενεργοβόρων βιομηχανιών.

[ΠΗΓΗ: DEAL NEWS, 31/8/2018]