ΞΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΤΩΡΑ!

Το κλειδί για την επίλυση σχεδόν όλων των σημαντικών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι η επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης. Για να πετύχουμε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης απαιτείται η υλοποίηση μεγάλου όγκου επενδύσεων. Δυστυχώς, εδώ και πολλά χρόνια, οι ακαθάριστες επενδύσεις στην Ελλάδα είναι χαμηλότερες από τις αποσβέσεις. Με άλλα λόγια, καταστρέφουμε περισσότερο κεφάλαιο από όσο δημιουργούμε. Πριν από την κρίση, η εικόνα ήταν διαφορετική. Το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν ελαφρά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Όμως, υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Ε.Ε. ως προς τη δομή των επενδύσεων. Στην Ελλάδα -όπως και στις περισσότερες χώρες του Νότου- σημαντικό ποσοστό των επενδύσεων κατευθυνόταν σε κατοικίες, ενώ στον Βορρά αναλογικά περισσότερες ήταν οι επιχειρηματικές επενδύσεις που έχουν πολύ μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα από τις επενδύσεις σε κατοικίες.

Σύμφωνα με διάφορες μελέτες, στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα πολλές επενδυτικές ευκαιρίες, σε πολλούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας, πέρα από τους γνωστούς «υπόπτους» (τουρισμό, logistics, κλπ.). Για να υλοποιηθούν αυτές οι επενδύσεις, απαιτείται χρηματοδότηση. Παραδοσιακά, η χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων βασιζόταν κυρίως στον τραπεζικό δανεισμό. Στην παρούσα συγκυρία, η χρηματοδότηση μέσω του τραπεζικού συστήματος φαίνεται αρκετά δύσκολη. Οι τράπεζες είναι φορτωμένες με δυσθεώρητα ποσά μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ η καταθετική τους βάση συρρικνώθηκε σημαντικά το 2015 και έκτοτε μικρά μόνο ποσά έχουν επιστρέψεις στις τράπεζες. Τμήμα του επενδυτικού κενού μπορεί και πρέπει να καλυφθεί από ξένες επενδύσεις.

Αν και η μεγάλη μάζα των επενδύσεων είναι λογικό να είναι εγχώριες, στην παρούσα συγκυρία ο ρόλος των ξένων -κυρίως άμεσων- επενδύσεων μπορεί να είναι καταλυτικός. Πέρα από την ευεργετική τους επίδραση στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, οι επενδύσεις αυτές μπορούν να βοηθήσουν στη μεταφορά τεχνογνωσίας, στην άνοδο της Ελλάδας στην αλυσίδα της προστιθέμενης αξίας, αλλά, κυρίως, μπορούν να αποτελέσουν τον καταλύτη για πολλές ακόμα θετικές εξελίξεις. Πιθανότατα θα εκληφθούν ως ψήφος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, γεγονός που θα μειώσει το country risk της χώρας μας, θα βοηθήσει την επιστροφή της στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους κεφαλαίου τόσο για το δημόσιο όσο και για τον ιδιωτικό τομέα, ενθαρρύνοντας περαιτέρω την επενδυτική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα μπορούν να δημιουργήσουν κλίμα εμπιστοσύνης, το οποίο θα ενθαρρύνει την επιστροφή των αποταμιεύσεων στο τραπεζικό σύστημα, αυξάνοντας τους διαθέσιμους για επενδύσεις πόρους. Επιπρόσθετα, μειώνοντας την αβεβαιότητα, μπορούν να ενθαρρύνουν την ανάληψη επενδυτικών δραστηριοτήτων από εγχώριους επενδυτές.

Στην παρούσα συγκυρία, πέρα από τα συνήθη συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας (κυρίως, γεωγραφική θέση), υπάρχουν δύο παράγοντες που θα έπρεπε να κάνουν την Ελλάδα «μαγνήτη» ξένων επενδύσεων, ειδικά μετά τη σημαντική μείωση του κινδύνου του Grexit, αλλά και την υλοποίηση μεγάλου αριθμού διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στα χρόνια των μνημονίων.

Πρώτον, οι χαμηλές αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων και, δεύτερον, η διαθεσιμότητα σχετικά φθηνές και αρκετά καλά εκπαιδευμένης εργατικής δύναμης

Όμως, οι ξένες επενδύσεις παραμένουν χαμηλές, όπως ήταν και στην περίοδο πριν από την κρίση. Γιατί συμβαίνει αυτό; Παρότι στην περίοδο των μνημονίων έγιναν ορισμένες σημαντικές μεταρρυθμίσεις -ιδίως ως προς την αδειοδότηση επιχειρήσεων και την απελευθέρωση ορισμένων τομέων οικονομικής δραστηριότητας- πολλά από τα παλαιά προβλήματα παραμένουν (γραφειοκρατία, αργή απονομή δικαιοσύνης, ασταθές φορολογικό περιβάλλον, διαφθορά, κ.λπ.), ενώ τα τελευταία χρόνια δίπλα σε αυτά προστέθηκαν και νέα, όπως η υψηλή φορολογία κεφαλαίου και, προπαντός, η έλλειψη κλίματος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα (όλοι θυμόμαστε τις περιπέτειες του Ελληνικού, του ΟΛΠ, της «Ελληνικός Χρυσός» και μυρίων άλλων κατά την περίοδο 2015-2016). Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μελών της σημερινής κυβέρνησης να αλλάξουν το κλίμα, η «εμπιστοσύνη» καταστρέφεται γρήγορα αλλά κτίζεται αργά. Από την άποψη αυτή η ύπαρξη μιας κυβέρνησης φιλικής προς το επιχειρείν με ξεκάθαρη μεταρρυθμιστική ατζέντα είναι «εκ των ουκ άνευ».

Πολλές χώρες είχαν προβλήματα παρόμοια με αυτά της Ελλάδας, αλλά με την κατάλληλη ηγεσία κατόρθωσαν να τα επιλύσουν, να προσελκύσουν μεγάλο όγκο ξένων επενδύσεων και να πετύχουν ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη. Ας ελπίσουμε ότι η Ελλάδα δεν θα αποτελέσει (και πάλι) την εξαίρεση.

[ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, του Πάνο Τσακλόγλου, καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 29/7/2018].