Monthly Archives: July 2018

ΣΤΑ ΣΥΡΤΑΡΙΑ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΑΝΩ ΤΟΥ 1 ΔΙΣ.

ΣΤΑ ΤΡΙΑΜΙΣΙ ΧΡΟΝΙΑ διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ., οι επενδύσεις που θα τόνωναν τη ρημαγμένη ελληνική οικονομία και θα έδιναν απασχόληση σε εκατοντάδες εργαζομένους δεν ήρθαν ποτέ. Αντιθέτως, μαραζώνουν από τις ιδεοληψίες και τις υπουργικές αντιφάσεις απομακρύνοντας από την Ελλάδα νέους επενδυτές και φέρνοντας σε απόγνωση τους παλιούς.

Μόνο δύο από τους πέντε συνολικά επενδυτικούς φακέλους που ενέκρινε η Διυπουργική Επιτροπή Στρατηγικών Επενδύσεων (ΔΕΣΕ) για αδειοδότηση fast track, το τουριστικό θέρετρο του Ρώσου ολιγάρχη Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ αξίας 120 εκατ. ευρώ στον Σκορπιό και το ιδιόκτητο δίκτυο οπτικής ίνας νέας γενιάς της Vodafone συνολικής αξίας 60 εκατ. ευρώ, βρίσκονται σε τροχιά υλοποίησης.

Την ίδια στιγμή, αβεβαιότητα και παντελής έλλειψη αποφασιστικότητας κυριαρχεί στα υπουργικά γραφεία για τα υπόλοιπα πρότζεκτ, κρατώντας στο συρτάρι ιδιωτικές επενδύσει άνω του 1 δισ. ευρώ, αν υπολογιστούν και τα έργα που έχουν τεθεί σε αναστολή για προσκόμιση επιπλέον στοιχείων. Η αρμόδια Διυπουργική Επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν οι υπουργοί Ευκλείδης Τσακαλώτος, Γιάννης Δραγασάκης, Γιώργος Σταθάκης, Αλέκος Φλαμπουράρης, Χρηστός Σπίρτζης, Σωκράτης Φάμελλος και Νίκος Παππάς και η οποία, σημειωτέον, έχει τον αποκλειστικό ρόλο έγκρισης ή απόρριψης των προτεινόμενων επενδυτικών σχεδίων, έχει να συγκληθεί από τον περασμένο Νοέμβριο! Επί της ουσίας, στα τριάμισι χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. οι επενδύσει που θα τόνωναν τη ρημαγμένη ελληνική οικονομία και θα έδιναν απασχόληση σε εκατοντάδες εργαζομένους δεν ήρθαν ποτέ. Αντιθέτως, μαραζώνουν από τις ιδεοληψίες και τις υπουργικές αντιφάσεις απομακρύνοντας από την Ελλάδα νέους επενδυτές και φέρνοντας σε απόγνωση τους παλιούς, αφού όχι μόνο δεν βλέπουν να προχωρούν τα επενδυτικά τους σχέδια, αλλά οι περισσότεροι έχουν καταβάλει στον οργανισμό Enterprise Greece, που αποτελεί την κυβερνητική ομπρέλα για την προσέλκυση και την προώθηση αντίστοιχων επενδύσεων, διαχειριστική αμοιβή που ξεκινά από τις 300.000 ευρώ! Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η εταιρεία Eunice συμφερόντων Γιώργου Καλαβρουζιώτη με δραστηριότητα στον χώρο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Η εταιρεία επί διετία περίμενε την έγκριση του επενδυτικού σχεδίου για ένα big project αιολικών πάρκων ισχύος 528 MW σε 23 ακατοίκητα νησιά, συνολικής αξίας 2,2 δισ. ευρώ.

Ύστερα από ατελείωτες διαβουλεύσεις με το υπουργείο Οικονομίας, ο επιχειρηματίας απέσυρε πρόσφατα το επενδυτικό του σχέδιο και, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει ξεκινήσει διαδικασία διεκδίκησή της διαχειριστικής αμοιβής που είχε καταβάλει για να τρέξουν οι αρμόδιες υπηρεσίες τον φάκελό του. Αν και στην αγορά ψιθυρίζουν ότι το σχέδιο ήταν ανώριμο για να προχωρήσει (προβλήματα μισθώσει με δήμους, χρηματοδοτικό μοντέλο, θέματα εθνικής ασφάλειας κ.ά.), η εταιρεία είχε αρχικά τις διαβεβαιώσεις στελεχών της κυβέρνησης ότι το έργο μπορεί να προχωρήσει. Ωστόσο, όπως διαπιστώθηκε έκτων υστέρων, ανέκρουσε πρύμναν, με αποτέλεσμα ο επενδυτής να αποσύρει το σχέδιο.

Αρμόδιες πηγές που βρίσκονται κοντά στα κέντρα λήψης αποφάσεων παρατηρούν ότι ένας από τους λόγους που έχουν χτυπήσει κόκκινο οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι η κυβερνητική βαβέλ που επικρατεί στα περισσότερα από τα επενδυτικά σχέδια. Για παράδειγμα, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος λέγεται ότι δηλώνει μονίμως αντίθετος με τα «φαραωνικά» έργα, τα πολυτελή ξενοδοχεία και τα malls, ενώ συχνά έχει βάλει βέτο για σειρά επενδυτικών σχεδίων και ο υπουργός Περιβάλλοντος Γιώργος Σταθάκης. Ο τομέας των επενδύσεων είναι σαφές ότι δεν είναι το δυνατό σημείο της κυβέρνησης. Από το 2015 το υπουργείο Οικονομίας έχει ανακοινώσει την αναθεώρηση του σχεδιασμού για τις στρατηγικές επενδύσεις προκειμένου το πλαίσιο να εκσυγχρονιστεί και να χαλαρώσουν τα κριτήρια ένταξης. Τρία χρόνια μετά, στο υπουργείο υπάρχουν διάφορες εκδοχές του νέου σχεδιασμού, όμως καμία δεν έχει θεσμοθετηθεί.

[ΠΗΓΗ: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, της Μαριαννας Τζάννε, 29/7/2018]

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΑΝΕΡΓΙΑ ΚΑΙ ΧΑΜΗΛΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

“Καταδικασμένη” σε χαμηλές αναπτυξιακές πτήσεις, σε υψηλή ανεργία, χαμηλούς μισθούς, αλλά και σε συνεχή ανάγκη να παράγει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, είναι η Ελλάδα, λόγω των πληγών που της άφησε η κρίση και δεν έχει καταφέρει ακόμη να ανατάξει, όπως προκύπτει από την έκθεση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου που κατατέθηκε στο τελευταίο Eurogroup και με βάση την οποία κρίθηκε η δημοσιονομική πορεία των υπολοίπων κρατών της Ευρωζώνης που δεν βρίσκονται σε Μνημόνια.

Η έκθεση αυτή (Αssessment of the fiscal stance appropriate for the euro area in 2019) αποτελεί ουσιαστικά μια προσομοίωση του πώς θα επιτηρούνταν η ελληνική οικονομία αν δεν υπήρχε το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας που ενεργοποιείται από την 21η Αυγούστου. Και έχει ειδική σημασία, αφού (θεωρητικά) θα αποτελεί τον τρόπο επιτήρησης στη συνέχεια, από το 2022.

Επισημαίνεται ότι στην ίδια έκθεση γίνεται αποδεκτό ότι θα εφαρμοστεί η περικοπή των συντάξεων, προκαλώντας πολύ μεγάλες επιπτώσεις στο μέλλον και κατατάσσοντας την Ελλάδα πρώτη σε ύψος περικοπής της σχετικής δαπάνης τα χρόνια που θα έρθουν, εν αντιθέσει με άλλα κράτη της Βόρειας Ευρώπης, στα οποία καταγράφεται οριακή αύξηση (λόγω του προβλήματος της γήρανσης).

Το καθεστώς επιτήρησης της χώρας θα ήταν αυστηρό, λοιπόν, λόγω των μεγάλων πληγών που έχουν προκληθεί στην ελληνική οικονομία και δεν έχουν λυθεί, αλλά και λόγω της “εξαέρωσης” των αναπτυξιακών της δυνατοτήτων, που έχει επιπτώσεις και σε άλλα πεδία: από το χρέος και τους μισθούς έως το ποσοστό ανεργίας, με τη φυσιολογική του πορεία τα επόμενα χρόνια να είναι στο 16% του εργατικού δυναμικού…

Το Συμβούλιο γνωμοδοτεί στο πλαίσιο της δημοσιονομικής εποπτείας ανά την Ε.Ε. στην οποία θα ενταχθεί η Ελλάδα από το φθινόπωρο παράλληλα με την ενισχυμένη εποπτεία. Τα κράτη-μέλη ελέγχονται για τη διατήρηση συγκεκριμένων ορίων πρωτογενών πλεονασμάτων ανάλογα με το ύψος του χρέους τους και με άλλους παράγοντες.

Οι συστάσεις

Φέτος το Συμβούλιο επισήμανε ότι “ειδικά τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ με υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ πρέπει να κάνουν περισσότερα από το απλώς να αντλούν δημοσιονομικά οφέλη από την ανάκαμψη. Για να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος και έχουμε περιθώριο ελιγμών όταν χτυπήσει η επόμενη κρίση, είναι καιρός να προχωρήσουμε προς έναν κάπως περιοριστικό προσανατολισμό της δημοσιονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ”.

Στην Ελλάδα το μεγαλύτερο “μαχαίρι” στις ασφαλιστικές δαπάνες

Από τώρα έως το 2070 στην Ελλάδα αναμένεται να καταγραφεί η μεγαλύτερη περικοπή των συνταξιοδοτικών δαπανών, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου. Υπολογίζεται ότι θα υπάρχει μείωση της τάξης του 7% του ΑΕΠ περίπου στη δαπάνη για την πληρωμή συντάξεων έως το 2070 στην Ελλάδα.

Ο λόγος για μια περικοπή που είναι μακράν η μεγαλύτερη ανάμεσα σε όλα τα κράτη της Ευρωζώνης, με δεύτερη τη Γαλλία, που εκτιμάται ότι θα μειώσει τις δαπάνες για συντάξεις της κατά 3,5% του ΑΕΠ περίπου. Συνολικά μείωση της δαπάνης καταγράφεται σε επτά από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, ενώ στα υπόλοιπα θα υπάρχουν αυξήσεις, οι οποίες είναι πάρα πολύ μεγάλες στην περίπτωση του Λουξεμβούργου, της Μάλτας, της Σλοβενίας αλλά και της Γερμανίας.

Συνολικά στην Ελλάδα το σύνολο του πακέτου των δαπανών που αφορούν την τρίτη ηλικία και τη γήρανση του πληθυσμού αναμένεται να μειωθεί επίσης κατά 7% περίπου, καθώς μείωση καταγράφεται και στη δαπάνη για εκπαίδευση αλλά και για τα επιδόματα ανεργίας, και το μόνο πεδίο στο οποίο αναμένεται να υπάρχει αύξηση της δαπάνης έως το 2070 (της τάξης του 1,5% περίπου) είναι αυτό για την υγειονομική περίθαλψη.

Οι υπολογισμοί αυτοί βεβαίως περιλαμβάνουν και τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης για νέες περικοπές στις συντάξεις από 1/1/2019. Ο λόγος για μια δέσμευση η οποία αποτυπώθηκε επισήμως και στην Εγκύκλιο για την κατάρτιση του νέου προσχεδίου του Προϋπολογισμού για το 2019. Η κατάρτιση θα πρέπει να ολοκληρωθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου, ούτως ώστε να κατατεθεί στη Βουλή τότε (βάσει συνταγματικής υποχρέωσης) αλλά και να αποσταλεί στους θεσμούς στο πλαίσιο του “Ευρωπαϊκού Εξαμήνου”, στο οποίο θα πρέπει να ενταχθεί η Ελλάδα στις 15 Οκτωβρίου και να αξιολογηθεί πλέον (όπως όλα τα κράτη-μέλη) για το κατά πόσο οι στόχοι του Προϋπολογισμού είναι βιώσιμοι.

Το αιτιολογικό της μείωσης των συντάξεων στηρίζεται στο γεγονός ότι σήμερα είναι οι υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως αναλογία του ΑΕΠ. Ωστόσο, αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι λόγω της κρίσης το ΑΕΠ έχει χάσει τουλάχιστον το 25% της αξίας του…

Όσον αφορά τα σενάρια περί μη εφαρμογής του μέτρου ή λήψης ισοδύναμων, συνεχίζονται οι συστάσεις από θεσμούς της Ε.Ε. περί ανάγκης εφαρμογής των συμφωνηθέντων, αλλά και οι διαρροές από κυβερνητικής πλευράς περί προσπάθειας εύρεσης λύσης…

Δημοσιονομικό πρόβλημα λόγω χαμηλών αναπτυξιακών δυνατοτήτων

Η Ελλάδα φέτος και το 2019 αναμένεται να κινείται σημαντικά χαμηλότερα από τις δυνητικές αναπτυξιακές δυνατότητές της, σε αντίθεση με άλλα κράτη που βγήκαν από Μνημόνια (όπως η Ισπανία και η Κύπρος, που κινούνται σε ποσοστό 2% πάνω από το δυνητικό ΑΕΠ).

Μάλιστα, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα ήταν πολύ πιο αρνητική αν δεν είχε συμβεί ένα άλλο γεγονός: αν δεν είχε εξαερωθεί ένα μέρος των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της Ελλάδας λόγω της κρίσης και της αποεπένδυσης.

Ο λόγος για μια απώλεια η οποία δημιουργεί και παρενέργειες δημοσιονομικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το Συμβούλιο, ένα από τα μεγαλύτερα “ατού” της ελληνικής οικονομίας τα προηγούμενα χρόνια ήταν το πολύ υψηλό διαρθρωτικό (όπως ονομάζεται) πλεόνασμα, δηλαδή το πλεόνασμα του οποίου η τιμή έχει προσαρμοστεί με βάση την πορεία του οικονομικού κύκλου και φαίνεται μεγαλύτερο όταν υπάρχει ύφεση και μικρότερο όταν υπάρχει ανάπτυξη (και, άρα, η θεωρητική δυνατότητα το κράτος-μέλος να νοικοκυρεύει περισσότερο τα δημοσιονομικά).

Ενώ, λοιπόν, η Ελλάδα φαινόταν να έχει πάρα πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε διαρθρωτικούς όρους (στο 6,6% του ΑΕΠ το 2013, στο 7,7% το 2016 και στο 7,2% του ΑΕΠ το 2017), πλέον αποκλιμακώνονται ταχύτατα στο 5,8% του ΑΕΠ το 2018 και στο 5% του ΑΕΠ το 2019. Και καθώς το Συμβούλιο δεν μετρά το ύψος τους (που είναι και πάλι το μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη), αλλά το ποσοστό μεταβολής τους (το οποίο θα συνεχίσει να φθίνει αν επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες για έστω και μικρή επιτάχυνση της ανάπτυξης), οι συνθήκες δημοσιονομικής προσαρμογής γίνονται πιο αυστηρές στο πλαίσιο της εποπτείας που θα είχε η Ελλάδα αν δεν υπήρχε το ειδικό “ενισχυμένο” καθεστώς.

“Φυσιολογικό” το ποσοστό ανεργίας 16% στην Ελλάδα

Παράδοξο στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί η Ελλάδα αναφορικά με την ανεργία. Τα στοιχεία που παραθέτει το Συμβούλιο δείχνουν όχι μόνο διατήρηση του δείκτη ανεργίας σε πολύ υψηλά επίπεδα, αλλά και μια άλλη πολύ σημαντική παρενέργεια: την αύξηση του “φυσιολογικού” ποσοστού ανεργίας, δηλαδή του δείκτη NAWRU, που καταγράφει πόσο μπορεί να μειωθεί η ανεργία με βάση τις αντοχές της οικονομίας (να μην δημιουργηθούν πληθωριστικές πιέσεις). Το Συμβούλιο αναφέρει στην έκθεσή του ότι, ενώ τα πιο πολλά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την έξοδο από την κρίση βίωσαν αποκλιμάκωση αυτού του δείκτη, στην Ελλάδα αυξήθηκε, δείχνοντας τη μείωση των δυνατοτήτων της οικονομίας να παράγει θέσεις εργασίας. Το 2007 στην Ελλάδα και στην Ισπανία ήταν γύρω στο 13% με 14% του εργατικού δυναμικού. Πλέον εκτιμάται ότι το 2019 θα έχει αυξηθεί κατά δύο περίπου μονάδες, στο 16% περίπου του εργατικού δυναμικού. Και πάλι η Ελλάδα θα έχει επιδόσεις πάνω από το “φυσιολογικό”, με το ποσοστό ανεργίας να αναμένεται (έτσι όπως το μέτρα η Eurostat) στο 19% περίπου του εργατικού δυναμικού, όταν σε άλλα κράτη, όπως στην Ισπανία κινείται σε επίπεδα χαμηλότερα του “φυσιολογικού”…

Και πάλι τα στοιχεία δείχνουν ότι η ελληνική αγορά εργασίας, αν δεν αλλάξουν οι παράμετροι της ελληνικής οικονομίας, έχει πολύ λίγο δρόμο να διανύσει προκειμένου να φτάσει στα “φυσιολογικά” επίπεδα, όπως τα άλλα κράτη των μονοψήφιων ποσοστών ανεργίας…

Παρενέργειες στο χρέος λόγω χαμηλού πληθωρισμού

Με πολύ χαμηλό ρυθμό αύξησης των τιμών αλλά και των μισθών θα κινείται και το 2019 η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου. Ο λόγος για μια επίδοση οποία, όπως αναφέρεται, σε κράτη με υψηλό κόστος προκαλεί παρενέργειες, καθώς επηρεάζει τη δυναμική του χρέους, το οποίο υπολογίζεται με βάση το ονομαστικό ΑΕΠ, και, έτσι, δημιουργεί περαιτέρω προκλήσεις στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.

Σύμφωνα με το Συμβούλιο, η παρουσία τόσο χαμηλών επιδόσεων δείχνει ότι η εσωτερική διαδικασία προσαρμογής δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Σε κράτη όπως η Ελλάδα, τα οποία βίωσαν προ κρίσης τις μεγαλύτερες απώλειες ανταγωνιστικότητας, δείχνει ότι προσπαθούν ακόμη να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι, σε ένα περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού, η διαδικασία προσαρμογής είναι πιο δύσκολη, με πτώση στις αμοιβές των εργαζομένων…

Η Ελλάδα θα καταγράφει την τρίτη μικρότερη αύξηση μισθών (μοναδιαίο κόστος εργασίας) στην Ευρωζώνη μετά την Ιρλανδία και τη Γαλλία, της τάξης του 0,7%, έναντι αυξήσεων άνω του 2% στην Ολλανδία και στο Λουξεμβούργο, αλλά και άνω του 1,5% στη Γερμανία. Εκτιμάται ότι θα υπάρχει μικρή αύξηση τιμών 0,8% σε όρους εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή.

[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr/, της Δήμητρας Καδδά, 27/7/2018]

ΞΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΤΩΡΑ!

Το κλειδί για την επίλυση σχεδόν όλων των σημαντικών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι η επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης. Για να πετύχουμε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης απαιτείται η υλοποίηση μεγάλου όγκου επενδύσεων. Δυστυχώς, εδώ και πολλά χρόνια, οι ακαθάριστες επενδύσεις στην Ελλάδα είναι χαμηλότερες από τις αποσβέσεις. Με άλλα λόγια, καταστρέφουμε περισσότερο κεφάλαιο από όσο δημιουργούμε. Πριν από την κρίση, η εικόνα ήταν διαφορετική. Το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν ελαφρά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Όμως, υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Ε.Ε. ως προς τη δομή των επενδύσεων. Στην Ελλάδα -όπως και στις περισσότερες χώρες του Νότου- σημαντικό ποσοστό των επενδύσεων κατευθυνόταν σε κατοικίες, ενώ στον Βορρά αναλογικά περισσότερες ήταν οι επιχειρηματικές επενδύσεις που έχουν πολύ μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα από τις επενδύσεις σε κατοικίες.

Σύμφωνα με διάφορες μελέτες, στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα πολλές επενδυτικές ευκαιρίες, σε πολλούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας, πέρα από τους γνωστούς «υπόπτους» (τουρισμό, logistics, κλπ.). Για να υλοποιηθούν αυτές οι επενδύσεις, απαιτείται χρηματοδότηση. Παραδοσιακά, η χρηματοδότηση των ελληνικών επιχειρήσεων βασιζόταν κυρίως στον τραπεζικό δανεισμό. Στην παρούσα συγκυρία, η χρηματοδότηση μέσω του τραπεζικού συστήματος φαίνεται αρκετά δύσκολη. Οι τράπεζες είναι φορτωμένες με δυσθεώρητα ποσά μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ η καταθετική τους βάση συρρικνώθηκε σημαντικά το 2015 και έκτοτε μικρά μόνο ποσά έχουν επιστρέψεις στις τράπεζες. Τμήμα του επενδυτικού κενού μπορεί και πρέπει να καλυφθεί από ξένες επενδύσεις.

Αν και η μεγάλη μάζα των επενδύσεων είναι λογικό να είναι εγχώριες, στην παρούσα συγκυρία ο ρόλος των ξένων -κυρίως άμεσων- επενδύσεων μπορεί να είναι καταλυτικός. Πέρα από την ευεργετική τους επίδραση στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, οι επενδύσεις αυτές μπορούν να βοηθήσουν στη μεταφορά τεχνογνωσίας, στην άνοδο της Ελλάδας στην αλυσίδα της προστιθέμενης αξίας, αλλά, κυρίως, μπορούν να αποτελέσουν τον καταλύτη για πολλές ακόμα θετικές εξελίξεις. Πιθανότατα θα εκληφθούν ως ψήφος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, γεγονός που θα μειώσει το country risk της χώρας μας, θα βοηθήσει την επιστροφή της στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους κεφαλαίου τόσο για το δημόσιο όσο και για τον ιδιωτικό τομέα, ενθαρρύνοντας περαιτέρω την επενδυτική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα μπορούν να δημιουργήσουν κλίμα εμπιστοσύνης, το οποίο θα ενθαρρύνει την επιστροφή των αποταμιεύσεων στο τραπεζικό σύστημα, αυξάνοντας τους διαθέσιμους για επενδύσεις πόρους. Επιπρόσθετα, μειώνοντας την αβεβαιότητα, μπορούν να ενθαρρύνουν την ανάληψη επενδυτικών δραστηριοτήτων από εγχώριους επενδυτές.

Στην παρούσα συγκυρία, πέρα από τα συνήθη συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας (κυρίως, γεωγραφική θέση), υπάρχουν δύο παράγοντες που θα έπρεπε να κάνουν την Ελλάδα «μαγνήτη» ξένων επενδύσεων, ειδικά μετά τη σημαντική μείωση του κινδύνου του Grexit, αλλά και την υλοποίηση μεγάλου αριθμού διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στα χρόνια των μνημονίων.

Πρώτον, οι χαμηλές αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων και, δεύτερον, η διαθεσιμότητα σχετικά φθηνές και αρκετά καλά εκπαιδευμένης εργατικής δύναμης

Όμως, οι ξένες επενδύσεις παραμένουν χαμηλές, όπως ήταν και στην περίοδο πριν από την κρίση. Γιατί συμβαίνει αυτό; Παρότι στην περίοδο των μνημονίων έγιναν ορισμένες σημαντικές μεταρρυθμίσεις -ιδίως ως προς την αδειοδότηση επιχειρήσεων και την απελευθέρωση ορισμένων τομέων οικονομικής δραστηριότητας- πολλά από τα παλαιά προβλήματα παραμένουν (γραφειοκρατία, αργή απονομή δικαιοσύνης, ασταθές φορολογικό περιβάλλον, διαφθορά, κ.λπ.), ενώ τα τελευταία χρόνια δίπλα σε αυτά προστέθηκαν και νέα, όπως η υψηλή φορολογία κεφαλαίου και, προπαντός, η έλλειψη κλίματος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα (όλοι θυμόμαστε τις περιπέτειες του Ελληνικού, του ΟΛΠ, της «Ελληνικός Χρυσός» και μυρίων άλλων κατά την περίοδο 2015-2016). Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μελών της σημερινής κυβέρνησης να αλλάξουν το κλίμα, η «εμπιστοσύνη» καταστρέφεται γρήγορα αλλά κτίζεται αργά. Από την άποψη αυτή η ύπαρξη μιας κυβέρνησης φιλικής προς το επιχειρείν με ξεκάθαρη μεταρρυθμιστική ατζέντα είναι «εκ των ουκ άνευ».

Πολλές χώρες είχαν προβλήματα παρόμοια με αυτά της Ελλάδας, αλλά με την κατάλληλη ηγεσία κατόρθωσαν να τα επιλύσουν, να προσελκύσουν μεγάλο όγκο ξένων επενδύσεων και να πετύχουν ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη. Ας ελπίσουμε ότι η Ελλάδα δεν θα αποτελέσει (και πάλι) την εξαίρεση.

[ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, του Πάνο Τσακλόγλου, καθηγητή στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 29/7/2018].

ΣΕ ΑΝΑΚΑΜΨΗ Ο ΧΡΥΣΟΣ

Σημάδια ανάκαμψης παρουσίασε χθες ο χρυσός, καθώς το δολάριο σταθεροποιήθηκε από τα στοιχεία για την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας που «έτρεξε» με ρυθμό 4,1 %, ενώ η συμφωνία ΗΠΑ – Ε.Ε. περιόρισε τους φόβους για έναν εμπορικό πόλεμο, όπως και την τάση για επένδυση σε ασφαλή περιουσιακά στοιχεία όπως είναι τα πολύτιμα μέταλλα.

Η τιμή σποτ του χρυσού σημείωνε ενδοσυνεδριακά άνοδο 0,3%, στα 1.225 δολάρια η ουγκιά, έχοντας αγγίξει νωρίτερα τα 1.216 δολάρια, ένα χαμηλό εβδομάδος, ολοκληρώνοντας την τρίτη συνεχή εβδομάδα με απώλειες. Ο άργυρος ενισχυόταν ενδοσυνεδριακά 0,5%, στα 15,44 δολάρια, ενώ το παλλάδιο κέρδιζε 0,1%, στα 926,40 δολάρια, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη εβδομαδιαία ενίσχυση από τις 20 Απριλίου. Άνοδος, τέλος, και για την πλατίνα, στα 823,75 δολάρια.

[ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 28/7/2018]

CITI: ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΟΥΝ… ΧΡΟΝΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΘΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ “ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΥ ΒΑΘΜΟΥ” ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΥΣ

Καμία αλλαγή στην αξιολόγηση της πιστοληπτική ικανότητας της Ελλάδας δεν αναμένει η Citigroup σε ό,τι αφορά τα ratings της S&P, αφού εκτιμά ότι το Β+ με σταθερές προοπτικές στο οποίο αναβάθμισε ο οίκος τη χώρα μας τον περασμένο μήνα, θα παραμείνει αμετάβλητο τόσο στους επόμενους εννέα μήνες όσο και στα επόμενα 2-4 χρόνια. Παράλληλα, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις της στο πλαίσιο της έκθεσής της Global Economic Outlook and Strategy, ούτε η Moody’s, μέσα στους επόμενους εννέα μήνες προβλέπεται ότι θα πραγματοποιήσει κάποια αλλαγή των αξιολογήσεων της. Ωστόσο, θα προχωρήσει σε μία “συντηρητική” αναβάθμιση στο Β2 από Β3 που αξιολογεί την Ελλάδα σήμερα, στο διάστημα των επόμενων 2-4 ετών. Έτσι, αντίθετα με αρκετούς αναλυτές αλλά και παράγοντες της αγοράς που αναμένουν αναβαθμίσεις της Ελλάδας ειδικά μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, η αμερικάνικη τράπεζα εκτιμά ότι η Ελλάδα μέσα στην επόμενη τετραετία θα συνεχίσει να παραμένει εκτός της  κατηγορίας “επενδυτικού βαθμού”, δηλαδή την κατηγορία εκείνη που διαχωρίζει τα “ασφαλή” ομόλογα” από τα “επικίνδυνα”.

Όπως επισημαίνει η Citi, η S&P (η οποία σήμερα θα ανακοινώσει τη νέα αξιολόγηση για την Ελλάδα η οποία αναμένεται να παραμείνει αμετάβλητη), έχει δηλώσει ότι οι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περαιτέρω αναβάθμιση περιλαμβάνουν την ενίσχυση της προβλεψιμότητας των πολιτικών, την πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετουμένων δανείων και ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών και/ή την αύξηση των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων.

Κατά τα άλλα, αναφερόμενη στο ελληνικό πρόγραμμα, η Citi σημειώνει ότι η βελτίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών της επέτρεψε μια συμφωνία για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που διευκολύνει την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα στις 20 Αυγούστου. Η συμφωνία περιλαμβάνει μερικά βραχυπρόθεσμα μέτρα για τη μείωση των χρηματοδοτικών αναγκών και δεκαετή παράταση των ωριμάνσεων καθώς και περίοδο χάριτος πληρωμής τόκων, γεγονός που σπρώχνει την αύξηση των αναγκών αναχρηματοδότησης της Ελλάδας προς τα μέσα της δεκαετίας του 2030, όπως επισημαίνει η αμερικάνικη τράπεζα. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ συνεχίζει να βελτιώνεται, αν και αργά, χάρη κυρίως στις εξαγωγές. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών βελτιώθηκε ωστόσο λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα, όπως τονίζει. Έτσι, προβλέπουμε ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα παραμείνει στο 1,5% -2,0% τα επόμενα δύο χρόνια, καθώς η βελτίωση της εμπιστοσύνης μετά το τέλος της διάσωσης θα αντισταθμιστεί πιθανότατα από τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική λιτότητα η οποία είναι και απαραίτητη στην πρώτη φάση μετά τη διάσωση.

Όπως τονίζει η Citi, οι όχι και τόσο φωτεινές προοπτικές της ανάπτυξης είναι αυτό που εξακολουθεί να καθιστά αμφίβολη τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, ακόμα και μετά την τελευταία συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους. Η προθυμία των Ευρωπαίων πιστωτών να στηρίξουν την Ελλάδα – ενδεχομένως επιτρέποντας έναν λιγότερο επιθετικό / φιλόδοξο στόχο πρωτογενών πλεονασμάτων αν ο σημερινός αποδειχθεί ανέφικτος – θα παραμείνει κρίσιμο για την αξιολόγηση της ικανότητας της Ελλάδας να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της.

[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr, της Ελευθερίας Κούρταλη, 28/7/2018]