ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΡΕΟΣ: ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΕΣ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΕΙΣ, ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Το Eurogroup της 21ης Ιουνίου κατέληξε, όπως αναμενόταν, σε συμφωνία σχετικά με την περαιτέρω διαχείριση του ελληνικού δημοσίου χρέους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συμφωνία που επετεύχθη αποτελεί μια σειρά διευκολύνσεων για την Ελλάδα στο ζήτημα αυτό, όντας όμως την ίδια ώρα στην καλύτερη περίπτωση ένα πολύ γλυκό ημίμετρο και στη χειρότερη ένα… «τυράκι» που συνοδεύεται από την αυστηρή επιτροπεία της χώρας μέχρι το 2060.

Τι προβλέπει όμως η απόφαση;

  1. Η μέση διάρκεια δανείων του δεύτερου Μνημονίου θα επιμηκυνθεί κατά 10 χρόνια, επεκτείνοντας έτσι το χρονοδιάγραμμα εξόφλησής τους.
  2. Η περίοδος χάριτος προτού η Ελλάδα αρχίσει να καταβάλει τόκους για τα εν λόγω δάνεια θα παραταθεί κατά 10 χρόνια, που σημαίνει ότι η χώρα μας δεν θα επιβαρύνεται έως το 2033.
  3. Η Αθήνα μπορεί πλέον να λάβει τα έσοδα από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι κεντρικές τράπεζες των μελών της ευρωζώνης – που υπολογίζονται σε περίπου 4 δισεκατομμύρια ευρώ. Τα χρήματα θα εκταμιευτούν σε εξαμηνιαίες δόσεις. Η πρώτη θα αποδεσμευθεί τον προσεχή Δεκέμβριο και η τελευταία τον Ιούνιο του 2022. Αυτό είναι ένα σαφώς θετικό μέτρο.
  4. Το μέχρι σήμερα αυξημένο επιτόκιο που χρεωνόταν για μια δόση στήριξης ύψους 11,3 δισεκατομμυρίων ευρώ, η οποία είχε χρησιμοποιηθεί για την επαναγορά ομολόγων το 2012, αναστέλλεται μέχρι νεωτέρας.
  5. Οι εταίροι μας δεσμεύονται ότι το 2032 θα επανεξετάσουν την βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και εάν είναι απαραίτητο θα λάβουν περεταίρω μέτρα
  6. Από τη συμφωνία απουσιάζει όμως ένα βασικό ελληνικό αίτημα. Η σύνδεση του ετήσιου κόστους εξυπηρέτησης του χρέους με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Με δυο λέξεις, η περίφημη «ρήτρα ανάπτυξης». Η μεγάλη παίκτρια της ευρωπαϊκής οικονομίας, η Γερμανία, ήταν σταθερά αρνητική σε μια τέτοια συζήτηση, αρνούμενη σθεναρά το σχετικό αίτημα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για αυτόματη λειτουργία ενός τέτοιου μηχανισμού, χωρίς προϋποθέσεις πολιτικού ή κοινοβουλευτικού χαρακτήρα.

Είναι καλή η συμφωνία; Μια προφανής απάντηση είναι ότι η συγκεκριμένη συμφωνία αποτελεί το «χρύσωμα του χαπιού» ενόψει της δύσκολης συνέχειας για την Ελλάδα υπό καθεστώς – χαλαρότερου σε σύγκριση με σήμερα, αλλά συνεχούς – δημοσιονομικού ελέγχου, χωρίς δανειακά ανταλλάγματα μέχρι το 2060.

Στην πολιτική διάσταση του πράγματος, το να αναζητήσει κανείς το ποιες ήταν κάποτε οι θέσεις της σημερινής συγκυβέρνησης για το ζήτημα της διαχείρισης του χρέους, προκαλεί άμεση θυμηδία.

Άπαντες ενθυμούνται τόσο τον ΣΥΡΙΖΑ (με τον Παναγιώτη Λαφαζάνη τότε στις τάξεις του) όσο και τους ΑΝΕΛ (ο Πάνος Καμμένος στη γραμμή της Ζωής Κωνσταντοπούλου υποστήριζε και τον λογιστικό έλεγχο που θα αποδείκνυε ότι το χρέος είναι επαχθές και επονείδιστο) μιλούσαν σταθερά, συχνά και αναλυτικά για μονομερή διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού δημόσιου χρέους, ενώ ταυτόχρονα ξόρκιζαν κάθε ενδεχόμενο επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής των δανείων καθώς θεωρούσαν ότι μια τέτοια «παροχή» από την πλευρά των εταίρων και δανειστών δεν θα συνιστούσε τίποτα περισσότερο από παράταση της επιτροπείας. Χαρακτηριστική μένει ακόμη η φράση του Αλέξη Τσίπρα: «Η επιμήκυνση είναι το σχοινί που θα κρεμαστούμε».

Ουσιαστικά, η φετινή συμφωνία αποτελεί, κατ’ εμέ, ό,τι καλύτερο μπορούσε να επιτευχθεί από την ελληνική πλευρά στο πλαίσιο της πραγματικότητας στην οποία αυτή προσγειώθηκε μετά από την περιδιάβασή της στο χώρο του φαντασιακού και τις συνακόλουθες συνέπειες στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.

Η συμφωνία μείωσης του ελληνικού χρέους που επιτεύχθηκε το 2012 από την προηγούμενη κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου θα είναι για χρόνια η μόνη που πραγματικά «κούρεψε» μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους και παράλληλα πέτυχε ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής (μέχρι το 2022) αλλά και δέσμευση των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ για νέα συζήτηση στο μέλλον και περαιτέρω επιμήκυνση.

Είναι προφανές ότι εκείνη η απόφαση αποτέλεσε σαφή οδηγό για τη σημερινή κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να κερδίσει ό,τι καλύτερο μπορούσε τουλάχιστον στο θέμα της επιμήκυνσης, από τη στιγμή που όλοι είχαν αντιληφθεί ότι ζήτημα μείωσης-κουρέματος δεν υπήρχε περίπτωση να τεθεί στην παρούσα φάση και μάλλον για πολλά χρόνια ακόμη.

Στην ουσία του ελληνικού προβλήματος όμως, αυτό που πρέπει να σημειωθεί με τρόπο σαφή και κατανοητό για τον καθένα είναι ότι η οποιαδήποτε ρύθμιση του χρέους, ακόμα και αυτή η ίδια η μείωσή του, δεν είναι ικανή να συμβάλει αποτελεσματικά στην επάνοδο της χώρας στην ανάπτυξη.

Ανάπτυξη σημαίνει δουλειές με ανθρώπινους όρους και αξιοπρεπείς αμοιβές. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται ένας «σεισμός» επιχειρηματικής δραστηριότητας και επενδύσεων, που θα αποτελέσουν το κύριο εφαλτήριο για την αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ και την εξάλειψη της ανάγκης η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση να οδύρεται και να αγωνίζεται για το χρέος, κυνηγώντας στην ουσία την ουρά της.

Έτι περαιτέρω, κανείς δεν θα μπορέσει να εξηγήσει πολιτικά στον απλό άνθρωπο το πώς ακριβώς θα τον ωφελήσει η διευθέτηση του χρέους στη ζωή και την τσέπη του. Ούτε καν άλλο ένα κούρεμα δεν θα επρόκειτο να επηρεάσει άμεσα τις προοπτικές βελτίωσης του βιωτικού επιπέδου του ιδίου, των παιδιών του και ίσως των εγγονών του.

Απλές αλήθειες που τα κομματικά γυαλιά – ανεξαρτήτως χρώματος – σπάνια επιτρέπουν να ιδωθούν στην ολότητά τους. Και αυτή η νόσος μοιάζει οριζόντια και ανίατη.

photo: LOUISA GOULIAMAKI VIA GETTY IMAGES

[ΠΗΓΗ: https://www.huffingtonpost.gr/, του Γιώργου Θεοδωρίδη, Υπ. Διδάκτορα Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, 25/6/2018]