ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Το μερίδιο παραγωγής λιγνίτη θα είναι τάξης μεγέθους 36% το 2020, θα μειωθεί στο 21% το 2030, ενώ θα απουσιάζει από το μείγμα ενέργειας το 2050. Η συνολική καθαρή δυναμικότητα με καύση λιγνίτη αναμένεται να μειωθεί κατά περίπου 1,1 GW το 2030 και κατά 3,1 GW το 2050 σε σύγκριση με την παρούσα ισχύ.

Η Ευρώπη σήμερα βρίσκεται στη διεθνή πρωτοπορία έχοντας υιοθετήσει τους πλέον φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, που ως γνωστόν σημαντικό τμήμα τους προέρχεται από τον ενεργειακό τομέα.

Ταυτόχρονα, η Ευρώπη καλείται να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες της με όρους ανταγωνιστικού κόστους, που πρέπει να χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και προβλεψιμότητα σε βάθος χρόνου και να εξασφαλίζει κατά μέγιστο την ενεργειακή ανεξαρτησία της απέναντι στις διαταραχές που παρατηρούνται ανά τακτές χρονικές περιόδους στον ενεργειακό εφοδιασμό της.

Οι στόχοι της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής για το 2020 είναι πλέον γνωστοί σε όλους:

α) μείωση κατά 20% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, β) 20% διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), γ) 20% αύξηση της ενεργειακής απόδοσης.

Οι μέχρι σήμερα ενδείξεις είναι ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η συζήτηση σήμερα εστιάζεται στην υιοθέτηση νέων περισσότερο φιλόδοξων στόχων για το 2030, όπως αυτοί περιγράφονται στην πρόταση της Ε.Ε., δηλαδή: α) μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 40%, β) παραγωγή τουλάχιστον του 27% της ενέργειας στην Ε.Ε. από ΑΠΕ, γ) αύξηση της ενεργειακής απόδοσης κατά 27%-30%, και δ) διασύνδεση της ηλεκτρικής ενέργειας σε ποσοστό 15% (δηλαδή το 15% της ενέργειας που παράγεται στην Ε.Ε. πρέπει να μπορεί να μεταφέρεται και προς άλλες χώρες της Ε.Ε.).

Να σημειωθεί ότι πολλά κράτη-μέλη επιμένουν για ακόμη υψηλότερη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα το 2030, η οποία μπορεί να φθάσει το 35%. Επιπροσθέτως, για το 2050 προβλέπεται η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 80%-95% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990.

Παρά τη διαφαινόμενη επίτευξη των στόχων του 2020, για να προχωρήσουμε στα επόμενα βήματα των 2030 και 2050, θα πρέπει να ληφθούν επιπλέον μέτρα σε ό,τι αφορά τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος του παρόντος ενεργειακού μείγματος. Ως τέτοια αναγνωρίζονται διεθνώς:

  1. Η χρήση ωριαίων ή ακόμα και εποχικών συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας με μεγάλο εύρος ικανότητας αποθήκευσης ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ [π.χ. μπαταρίες, αντλησιοταμίευση, εξηλεκτρισμός των τομέων μεταφορών (π.χ. ηλεκτροκίνηση), θέρμανσης/ψύξης και παραγωγής καυσίμων].
  2. Η ανάπτυξη και εφαρμογή νέων, πιο έξυπνων συστημάτων διαχείρισης για τη ζήτηση και την προσφορά.
  3. Ως ένα βαθμό, η περαιτέρω αναζήτηση λύσεων παραγωγής ενέργειας από πιο φιλικά προς το περιβάλλον νέα εναλλακτικά καύσιμα (π.χ. υδρογόνο, βιομάζα). Ως τέτοια αναγνωρίζονται διεθνώς η ενίσχυση της χρήσης αερίων καυσίμων (φυσικό αέριο) αντί στερεών καυσίμων και ο συνδυασμός τους με τεχνολογίες δέσμευσης, αποθήκευσης ή επαναχρησιμοποίησης διοξειδίου του άνθρακα (CO2).

Δεδομένων ιδιαιτέρως των πλεονεκτημάτων της γεωστρατηγικής θέσης της Ελλάδας, η συνεισφορά της χώρας μας ως προς την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων αποτελεί όχι μόνο υποχρέωση, αλλά και ευκαιρία.

Η διείσδυση των ΑΠΕ

Στην Ελλάδα, λοιπόν, η παρούσα δυναμικότητα των ΑΠΕ έχει σημαντικό μερίδιο στο σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ οι προβλέψεις αναφέρουν ότι το μερίδιό τους θα διπλασιαστεί την επόμενη δεκαετία, κυρίως με τη χρήση ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών στοιχείων. Αυτή η εκτιμώμενη τάση θέτει νέες δυνατότητες και απαιτήσεις για τα συστήματα κάλυψης της ζήτησης, ενώ, σύμφωνα με τελευταίες μελέτες, προβλέπεται ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη στην Ελλάδα θα περιοριστεί σημαντικά μετά το 2025.

Το μερίδιο παραγωγής λιγνίτη θα είναι τάξης μεγέθους 36% το 2020, θα μειωθεί στο 21% το 2030, ενώ θα απουσιάζει από το μείγμα ενέργειας το 2050. Η συνολική καθαρή δυναμικότητα με καύση λιγνίτη αναμένεται να μειωθεί κατά περίπου 1,1 GW το 2030 και κατά 3,1 GW το 2050 σε σύγκριση με την παρούσα ισχύ.

Σε αντιστοιχία, η διείσδυση των ΑΠΕ αναμένεται να φτάσει το 45% έως 65% αντίστοιχα, ενώ το μερίδιο αυτό αφορά κατά 90% αιολικούς και ηλιακούς σταθμούς. Από την άποψη αυτή, η ανάγκη αποθήκευσης τόσο παραγόμενης ηλεκτρικής όσο και εν δυνάμει θερμικής ενέργειας είναι απαραίτητη, ενώ έχουν μελετηθεί διάφορα πιθανά ποσοστά συνολικής αποθήκευσης, που κυμαίνονται μεταξύ 40% (ως ελάχιστο) μέχρι 80% (ως μέγιστο). Σύμφωνα με τέτοιες μελέτες, στην πρώτη περίπτωση, το ποσό ενέργειας από ΑΠΕ που μπορεί να αποφευχθεί να περικοπεί, εκτιμάται ότι είναι περίπου 4.500 GWhe, ενώ στη δεύτερη περίπτωση περίπου 13.500 GWhe.

Στην ελληνική επικράτεια, η περικοπή της ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ είναι ήδη γεγονός σε μη διασυνδεδεμένα νησιά με υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ. Ως παράδειγμα στην ελληνική επικράτεια, στην Κρήτη εκτιμάται ότι 44 GWh αιολικής ενέργειας περικόπηκαν από τη διανομή το 2013 λόγω των περιορισμών σταθερότητας που ορίζονταν με βάση το τότε ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και κατά το οποίο η μέγιστη παραγωγή αιολικής ενέργειας οριζόταν στο 35% του συνολικού απαιτητού φορτίου.

Καθώς η παραγωγική ικανότητα αποτελείται κυρίως από μονάδες βαρέος πετρελαίου και ντίζελ με πολύ υψηλό οριακό κόστος (έως 300 ευρώ/MWh), η Κρήτη αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα που αφορά στην εν δυνάμει διάθεση αποθηκευμένης πλεονάζουσας ενέργειας από ΑΠΕ, σε σύγκριση με αντίστοιχη παραγόμενη υψηλού κόστους ενέργεια από τοπικά χρησιμοποιούμενα ορυκτά ρυπογόνα καύσιμα.

Η σχεδιαζόμενη διασύνδεση της Κρήτης με την ηπειρωτική Ελλάδα δεν θα εξασφαλίσει μόνο την ενεργειακή επάρκεια του νησιού με χαμηλότερο κόστος, αλλά θα επιτρέψει και την απορρόφηση πλεονάζουσας ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ, συνεισφέροντας με αυτό τον τρόπο στη βελτιστοποίηση του ενεργειακού μείγματος της χώρας.

Είναι λοιπόν φανερό, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, ότι η εφαρμογή συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας προς υποστήριξη της συνεχούς διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, είναι απαραίτητη, όταν αυτά συνοδεύονται ταυτόχρονα και από έξυπνα συστήματα διανομής ενέργειας και διαχείρισης της ενεργειακής ζήτησης.

Σε κάθε περίπτωση, το εκτιμώμενο ενεργειακό δυναμικό για την αποθήκευση ενέργειας στην Ελλάδα είναι περίπου 1GWe. Καθώς η εισαγωγή ΑΠΕ στη χώρα μας θα προχωρά με ταχύτερους ρυθμούς και με συνεχώς μειούμενο κόστος παραγωγής ενέργειας, η σημασία των θερμικών μονάδων παραγωγής ενέργειας θα περιοριστεί στη διασφάλιση της απαραίτητης εφεδρείας για τη σταθερότητα του ενεργειακού συστήματος και οι μονάδες φυσικού αερίου (ΦΑ) θα κληθούν να αναλάβουν σύντομα ένα τέτοιο ρόλο στη χώρα μας.

Τα οράματα για μια πλήρη απανθρακοποίηση της παραγωγής ενέργειας, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, απαιτούν τη μαζική εξάπλωση της παραγωγής καυσίμων χωρίς εκπομπές CO2 και την ενίσχυση της αποθήκευσης ενέργειας σε συνδυασμό με τη διαχείριση της ενεργειακής ζήτησης. Για όλα τα παραπάνω, θα απαιτηθούν νέες επενδύσεις για το ενεργειακό σύστημα της χώρας, τόσο στην παραγωγή όσο και στη διανομή της ηλεκτρικής κυρίως ενέργειας. Οι επενδύσεις αυτές προϋποθέτουν μακροχρόνια σταθερό κανονιστικό περιβάλλον, συνεπικουρούμενο από ενεργειακή αγορά χωρίς στρεβλώσεις και προκαταλήψεις, αλλά και εξωστρέφεια προς νέες καινοτόμες λύσεις.

[* Ο Δρ Εμμανουήλ Κακαράς είναι Καθηγητής στη Σχολή Μηχανολόγων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Διευθυντής του Ινστιτούτου Χημικών Διεργασιών και Ενεργειακών Πόρων του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ/ΙΔΕΠ)].

 

[ΠΗΓΗ: oryktosploutos.net/, του Δρ. Ε. Κακαρά*, από euro2day.gr, 14/5/2018]