Η ΕΚΤ “ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ” ΜΕ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΡΕΟΣ

Με τρόπο διακριτικό αλλά απολύτως σαφή η ΕΚΤ αναλαμβάνει εκ νέου πρωτοβουλίες στη συζήτηση για το χρέος και τη μεταμνημονιακή εποπτεία στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με υπηρεσιακό στέλεχος της ΕΚΤ, με πολυετή εμπλοκή και γνώση της κατάστασης στην Ελλάδα, “το περιβάλλον στο οποίο θα βρεθεί η χώρα μετά τις 20 Αυγούστου μεταβάλλεται με τρόπο που απαιτεί ένα σύστημα εγγυήσεων για να διασφαλισθεί η σταθερότητα στην πορεία της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα χρόνια…”.

Τρεις παράγοντες κατά τον ίδιο καθιστούν αναγκαία μία τέτοια προσέγγιση: η προοπτική μεταβολής της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη (σταδιακή απόσυρση του QE), η πολύ πιθανή επιβράδυνση της οικονομίας στο ευρωπαϊκό περιβάλλον από το 2019 και οι αγνώστου προς το παρόν εύρους συνέπειες από τις γεωπολιτικές εντάσεις και τις διεθνείς εμπορικές αναταραχές.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η Ελλάδα θα χρειασθεί εγγυήσεις σταθερότητας οι οποίες να είναι εκ των προτέρων γνωστές και επαρκείς “ειδικά για την περίοδο από το 2020 και μετά…”. Οι “εγγυήσεις” αυτές σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους θα πρέπει να κινούνται σε δύο επίπεδα:

– το ένα θα πρέπει να είναι το “ολιστικό πρόγραμμα ανάπτυξης” το οποίο θα πρέπει “να έχει ως θεμέλιο το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα” που έχει διαμορφωθεί και ψηφισθεί μαζί με όσα απομείνουν ως εκκρεμότητα από την 4η αξιολόγηση και

– το δεύτερο θα πρέπει να αφορά στην εξασφάλιση της ετοιμότητας ενός χρηματοδοτικού εργαλείου που θα λειτουργεί “εγγυητικά” για την εξασφάλιση της πρόσβασης στις αγορές, πέραν των συναλλαγματικών διαθεσίμων που θα έχει συσσωρεύσει μέχρι τότε η χώρα.   

Το αξιοπρόσεκτο στις διατυπώσεις αυτές είναι ότι από την ΕΚΤ δεν αποκλείουν κανένα μέσο ή εργαλείο αρκεί αυτό να είναι… επαρκές.

Η “μετάφραση” της απαίτησης αυτής είναι ότι στην Φρανκφούρτη δεν έχουν κανένα πρόβλημα για τη μορφή που θα έχει η “εγγύηση” αυτή (αν θα είναι μία προληπτική γραμμή στήριξης, αν θα είναι ένα πλαίσιο που θα μοιάζει αλλά δεν θα ονομάζεται ECCL, ή ό,τι άλλο) αρκεί να έχει αποτέλεσμα ως “εγγυητική” στις επόμενες εκδόσεις του ελληνικού δημοσίου πέρα και ξέχωρα από την ύπαρξη του “μαξιλαριού” των 20 δισ. ευρώ που έχει προτείνει και “χτίζει” το ελληνικό ΥΠΟΙΚ.

Στις απαιτήσεις αυτές της ΕΚΤ, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους δεν έχει κατ’ αρχήν αντιρρήσεις το ΔΝΤ. Άλλωστε μεταξύ ΔΝΤ και ΕΚΤ το τελευταίο δεκάμηνο υπήρξε μία σιωπηρή αλληλοκατανόηση: η ΕΚΤ ικανοποίησε έμμεσα όλες τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για το είδος και το βάθος των ελέγχων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα (Stress test) και το ΔΝΤ με τη σειρά του απέσυρε (θα είναι μέρος των στοιχείων του νέου DSA) την ευθεία απαίτησή του για τη διακράτηση 10 δισ. ευρώ για μελλοντικές κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών τραπεζών.

H επανεμφάνιση της ΕΚΤ στο τραπέζι των απαιτήσεων ήταν προφανής και στις πρόσφατες δηλώσεις του επικεφαλής της ΕΚΤ στην διαπραγματευτική ομάδα Φρνατσέσκο Ντρούτι, ο οποίος μίλησε ευθέως και για το ενδεχόμενο επιλογήςαπό την ελληνική πλευρά μιας προληπτικής γραμμής στήριξης. Βέβαια ένα τέτοιο ενδεχόμενο (μία γραμμή ECCL) φαίνεται να αποκλείεται τόσο από το περιβάλλον του Eurogroup, όσο και από την Κομισιόν, καθώς θα έπρεπε να εξασφαλισθεί νέα θετική ψήφος από τα εθνικά κοινοβούλια και κάτι τέτοιο υπό τις παρούσες συνθήκες θεωρείται ανέφικτο.

Αυτό το “παιχνίδι” μεταξύ των Θεσμών με τις αναπάντεχες και διαρκείς απαιτήσεις έχει εξοργίσει τον Έλληνα Υπ. Οικονομικών, ο οποίος όμως ταυτόχρονα κατανοεί ότι στην παρούσα φάση των διαπραγματεύσεων όλες οι πλευρές βάζουν στο τραπέζι τις απαιτήσεις τους πριν κλείσει το πλαίσιο συμφωνίας.

Με την ελληνική πλευρά εξ ανάγκης να είναι στην πλέον ευάλωτη πλευρά των ζυμώσεων…    

 

[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr, του Γ. Αγγέλη, 14/5/2018]