ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ «ΣΟΒΙΕΤΙΚΕΣ» ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΠΡΟΘΥΡΑ ΤΟΥ ΛΟΥΚΕΤΟΥ

Η κυβέρνηση προσπαθεί να τις κρατήσει στη ζωή με το μοντέλο που τις οδήγησε στην απαξίωση και στην κατάρρευση

Στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και του λουκέτου βρίσκονται εταιρείες όπως η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης και η ΛΑΡΚΟ. Κοινή συνισταμένη όλων αυτών είναι πως η διοίκησή τους ασκήθηκε από το κράτος και κομματικούς εγκάθετους και λειτούργησαν επί δεκαετίες όχι ως επιχειρήσεις, αλλά ως εργαλείο εξυπηρέτησης πελατειακών σχέσεων.

Η σημερινή κυβέρνηση αναζητεί εδώ και μια τριετία τρόπους να παρατείνει τη ζωή τους, διατηρώντας ταυτόχρονα το ίδιο μοντέλο λειτουργίας που τις οδήγησε σε αδιέξοδο. Σε μια κανονική χώρα, όταν το κόστος του παραγόμενου προϊόντος μιας επιχείρησης είναι σταθερά πολύ υψηλότερο από την τιμή πώλησης (αυτό συμβαίνει στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης και στη ΛΑΡΚΟ), η εταιρεία είτε αναδιαρθρώνεται εκ βάθρων είτε τίθεται σε εκκαθάριση. Στην Ελλάδα, αναζητείται ο τρίτος δρόμος, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο ο φορολογούμενος θα συνεχίσει να διατηρεί εν ζωή καταχρεωμένες, μη ανταγωνιστικές και μη βιώσιμες εταιρείες, στο όνομα δήθεν του εθνικού συμφέροντος, αλλά στην πραγματικότητα προς όφελος μικροκομματικών σκοπιμοτήτων.

Και ενδεχομένως, στην καθημαγμένη κατά τ’ άλλα από την κρίση χώρα, ο τρόπος θα βρισκόταν αν δεν ήταν οι “κακοί” πιστωτές και η Κομισιόν να βάλουν φρένο στις κρατικές ενισχύσεις με τις οποίες καλύπτονται οι τρύπες της κακοδιοίκησης και της χαμηλής ανταγωνιστικότητας.

Σε μια κανονική χώρα ένα ναυπηγείο που κρατιέται στη ζωή αναλαμβάνοντας μόνο κρατικές ναυπηγήσεις και σε κάποιες περιπτώσεις ούτε καν ναυπηγήσεις, αλλά κατασκευές βαγονιών για λογαριασμό μιας άλλης καταχρεωμένης ΔΕΚΟ, θα έκλεινε. Στην Ελλάδα θα μπορούσε να επιβιώνει για δεκαετίες ακόμη, αν δεν το σταματούσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Σε μια κανονική χώρα, αν μία εταιρεία φόρτωνε κάθε μήνα με φέσι 5 εκατ. ευρώ τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, η οποία επίσης έχει σοβαρά προβλήματα, μια κανονική κυβέρνηση θα πίεζε για την αποπληρωμή των οφειλών και θα απειλούσε με κατέβασμα του διακόπτη. Στην Ελλάδα, οι κυβερνήσεις πιέζουν τη ΔΕΗ να παρέχει ρεύμα στη ΛΑΡΚΟ, έστω κι αν το χρέος της από ανεξόφλητους λογαριασμούς έχει φτάσει ήδη στα 250 εκατ. ευρώ.

Το παράδοξο είναι πως η ΛΑΡΚΟ συνεχίζει να είναι ένας από τους βασικούς προμηθευτές νικελίου στην παγκόσμια αγορά και η ΕΒΖ έχει ισχυρό brand name, – οι καταναλωτές προτιμούν το προϊόν της. Ωστόσο, αυτά δεν είναι αρκετά για να καλύψουν τα βαθιά δομικά προβλήματα που επί δεκαετίες παραμένουν άλυτα.

ΦΑΚΕΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΑΧΑΡΗΣ: Η ΕΒΖ πωλεί στα 400 ευρώ τον τόνο ζάχαρης, αλλά της κοστίζει 700 ευρώ  (του Ανέστη Ντόκα)

Το αρχικό ενδιαφέρον δύο ξένων επενδυτών από Ελβετία και Αυστρία που εκδηλώθηκε τις τελευταίες ημέρες, οι οποίοι έχουν λάβει εμπιστευτική πληροφόρηση για τα τελευταία οικονομικά στοιχεία, αποτελεί την έσχατη ελπίδα της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης (ΕΒΖ), προκειμένου να αποφύγει το λουκέτο και την είσοδο σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης.

Στην ουσία, εάν δεν πετύχει και αυτή η προσπάθεια, η πολύπαθη επιχείρηση δεν θα μπορέσει να διατηρηθεί σε λειτουργία, καθώς τα ταμεία παραμένουν άδεια, η διοίκηση δεν μπορεί να λάβει κανένα νέο δάνειο, παρότι έχει απευθυνθεί σε όλες τις τράπεζες, οι ταμειακές ροές είναι ανύπαρκτες και τα αρνητικά ίδια κεφάλαια ανέρχονται πλέον σε 110 εκατ. Η πρόταση που υπάρχει προς τους ενδιαφερομένους επενδυτές είναι να αναλάβουν το συνολικό χρέος της επιχείρησης προς την πιστώτρια τράπεζα, που φθάνει τα 165 εκατ., αλλά και να εξαγοράσουν συνολικά τα πάγια περιουσιακά στοιχεία του ομίλου σε Ελλάδα και Σερβία.

Ταυτόχρονα, μέχρι τις 15 Φεβρουάριου 2018 η διοίκηση της ΕΒΖ θα έχει στα χέρια της από την ΕΥ μια μελέτη λειτουργικού ανασχεδιασμού της επιχείρησης. Η ΕΒΖ είναι πλέον μη ανταγωνιστική εταιρεία, καθώς για πολλά χρόνια λειτουργούσε ως «μακρύ χέρι» της εκάστοτε κυβέρνησης για την εξυπηρέτηση κομματικής πελατείας. Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ το κόστος παραγωγής ζάχαρης ανέρχεται στα 700 ευρώ ανά τόνο, η ΕΒΖ πωλεί στα 400 ευρώ ανά τόνο. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα γαλλικά ζαχαρουργεία για την αγορά και μεταφορά των τεύτλων πληρώνουν 22 λεπτά το κιλό, η ΕΒΖ πληρώνει 35 λεπτά το κιλό. Επίσης αρκετές φορές στο παρελθόν πωλήθηκαν ποσότητες ζάχαρης χωρίς εγγυήσεις και χωρίς να εισπραχθούν τα χρήματα, με αποτέλεσμα να παραπέμπονται σε δίκη τρεις πρώην πρόεδροι και τρεις διευθύνοντες σύμβουλοι στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

Παράλληλα, η εταιρεία έχει υψηλό μισθολογικό κόστος αφού σηντηρεί μεγάλο αριθμό εργαζομένων με υψηλές αμοιβές. Ειδικότερα, ο μέσος ετήσιος μισθός στην επιχείρηση φθάνει τις 48.000 ευρώ. Στην εταιρεία εργάζονται 200 μόνιμοι υπάλληλοι, για πραγματική δουλειά 17 ημερών τον χρόνο, όσο διαρκεί η καμπάνια της ζάχαρης, ενώ προσλαμβάνονται άλλοι 800 εποχιακοί την περίοδο της καμπάνιας, εκ των οποίων οι 40 είναι οι αγγελιοφόροι (καθορίζουν σε πόσες εκτάσεις θα πρέπει να σπείρουν τεύτλα οι παραγωγοί).

Όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ, το 2015, τα προβλήματα για την ΕΒΖ είχαν διογκωθεί -είχαν κλείσει και τα ζαχαρουργεία σε Ορεστιάδα και Σέρρες αλλά δεν ελήφθη κανένα μέτρο σηγκράτησης του κόστους. Αντιθέτως, με πράξη νομοθετικού περιεχομένου έδωσαν 30 εκατ. από λεφτά των φορολογουμένων για να «καούν» άμεσα και πιστοί στις εξαγγελίες τους «να ανάψουν πάλι τα φουγάρα» λειτούργησαν και το ζαχαρουργείο στην Ορεστιάδα για 8 ημέρες φορτώνοντας με πρόσθετα-αχρείαστα- κόστη 3 εκατ. τον ισολογισμό.

Τα λεφτά τελείωσαν και η Πειραιώς ως βασικός πιστωτής επέβαλε σκληρό μνημόνιο για να αναδιαρθρώσει τα δάνεια και να χρηματοδοτήσει την πτωχευμένη εταιρεία. Η κυβέρνηση χρειάστηκε να αλλάξει μέχρι σήμερα τέσσερις διοικήσεις, γιατί τα κομματικά στελέχη που είχαν διοριστεί δεν μπορούσαν να «υπηρετήσουν» το πρόγραμμα και η εταιρεία, αντί να βγάζει από πάνω της βαρίδια, φορτωνόταν και άλλα. Μάλιστα, τέως πρόεδρος της ΕΒΖ, πριν αποχωρήσει, είχε προλάβει να κάνει και ένα σέρβις στο προσωπικό αυτοκίνητό του καταθέτοντας τα τιμολόγια στο λογιστήριο της εταιρείας

 

ΦΑΚΕΛΟΣ ΛΑΡΚΟ: Με ζημίες 3 εκατ. ευρώ κάθε μήνα και χρέη 250 εκατ. στη ΔΕΗ δουλεύει η ΛΑΡΚΟ (της Χρύσας Λιάγγου)

Συναγερμός για να μην οδηγηθεί η εταιρεία σε ξαφνικό θάνατο έχει σημάνει στη διοίκηση της ΛΑΡΚΟ και στα συναρμόδια κυβερνητικά επιτελεία, μετά την απόρριψη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο της προσφυγής που κατέθεσε η μεταλλευτική βιομηχανία κατά των αποφάσεων της Ε.Ε. για την ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων ύψους 136 εκατ. ευρώ βάσει απόφασης του 2014.

Κόντρα σε μια ρεαλιστική προσέγγιση του προβλήματος που προέκυψε από την απόφαση της επιτροπής, η ΛΑΡΚΟ αγνόησε τους κινδύνους που εγκυμονούσε για τη βιωσιμότητα της. Η ιστορική μεταλλευτική βιομηχανία του ομίλου Μποδοσάκη, που στήριξε την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας τις δεκαετίες του 1960 και 1970, εξακολουθεί να προμηθεύει σήμερα με σιδηρονικέλιο τους μεγάλους παραγωγούς ανοξείδωτου χάλυβα της παγκόσμιας αγοράς, παράγοντας όμως με κόστος μη βιώσιμο.

Το κόστος αυτό διαμορφώθηκε σε βάθος ετών ως αποτέλεσμα κακοδιαχείρισης διορισμένων διοικήσεων από τις εκάστοτε κυβερνήσεις που μέσω της εταιρείας ασκούσαν κοινωνική και κυρίως ψηφοθηρική πολιτική.

Είναι γνωστό ότι με ζημίες της τάξεως των 100 εκατ. ευρώ τον χρόνο δεν εφαρμόστηκε ποτέ ο νόμος για το ενιαίο μισθολόγιο και είναι επίσης ενδεικτικές των πελατειακών εξυπηρετήσεων οι προσλήψεις 252 ατόμων μέσα στην κρίση αλλά και η προαγωγή 132 εργαζομένων το ίδιο διάστημα που συνοδευόταν από αυξήσεις μισθών

Είναι επίσης γνωστές οι συμφωνίες αντιστάθμισης κινδύνου (hedging) την περίοδο 2005 με την προπώληση παραγωγής έναντι σταθερής τιμής στις 15.000-30.000 δολάρια, όταν το 2006 η τιμή είχε πλησιάσει τις 50.000 δολάρια και το 2007 παρέμεινε πάνω από τις 30.000 δολάρια. Η άστοχη αυτή πρόβλεψη δεν άφησε απλώς αναξιοποίητη τη θετική δυναμική της τιμής του νικελίου αλλά φόρτωσε την εταιρεία με τεράστιες ζημίες. Η διάδοχη διοίκηση με διαθέσιμα μόλις 1 εκατ. ευρώ και χωρίς πρόσβαση σε χρηματοδότηση λόγω απουσίας ενός βιώσιμου μπίζνες πλαν έσπασε τα συμβόλαια αντιστάθμισης κινδύνου για να αποκτήσει ρευστότητα λίγο πριν αρχίσει να κατρακυλάει η διεθνής τιμή του νικελίου, με αποτέλεσμα η ΛΑΡΚΟ να βρεθεί να παράγει με κόστος 20.000-22.000 δολάρια ανά τόνο και να πουλά σε τιμές κάτω των 10.000 δολαρίων. Μόλις το 2017 κατάφερε να περιορίσει το κόστος παραγωγής στις 12.000 ευρώ ο τόνος από τις 14.000 ευρώ τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, αποτέλεσμα κυρίως της μείωσης του ενεργειακού κόστους από τη ΔΕΗ.

Παρ’ όλα αυτά, η εταιρεία εξακολουθεί να μην αποπληρώνει το ηλεκτρικό ρεύμα στη ΔΕΗ και παράλληλα να δουλεύει με ζημίες 3 εκατ. τον μήνα. Οι οφειλές προς τη ΔΕΗ ξεπερνούν τα 250 εκατ. και τρέχουν με 5 εκατ. το μήνα.

Κυβέρνηση και διοίκηση αναζητούν πλέον διέξοδο για να μην τους «σκάσει» η επιχείρηση στα χέρια. Ως μια πρώτη κίνηση έχουν ήδη αποφασίσει την υποβολή αναίρεσης ενώπιον του Δικαστηρίου της Ε.Ε. κατά της πρωτόδικης απόφασης για την ανάκτηση της κρατικής ενίσχυσης και σύμφωνα με πληροφορίες επανεξετάζουν το σχέδιο μερικής ιδιωτικοποίησης που είχε εγκριθεί από την Επιτροπή τον Μάρτιο του 2014 και προέβλεπε τη δημιουργία μιας νέας εταιρείας με περιουσιακά στοιχεία το εργοστάσιο της Λάρυμνας και τα μεταλλεία του An Γιάννη και τη διάθεσή της από το ΤΑΙΠΕΔ προς πώληση. Μάλιστα, η Εθνική και το Δημόσιο φέρονται να έχουν συμφωνήσει στην πώληση του εργοστασίου της Λάρυμνας.

 

ΦΑΚΕΛΟΣ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ ΣΚΑΡΑΜΑΓΚΑ: Οι Ιταλοί ναυπηγούσαν κρουαζιερόπλοια όταν ο «Σκαραμαγκάς» έφτιαχνε βαγόνια για τον ΟΣΕ (του Ηλία Μπέλλου)

Με χρέη που πλέον ξεπερνούν το 1,3 δισ. ευρώ, τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά (ΕΝΑΕ) αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της ελληνικής αβελτηρίας και του στρεβλού επιχειρηματικού μοντέλου των τελευταίων δεκαετιών. «Όταν η Ιταλία έστρεφε τα δικά της ναυπηγεία στα κρουαζιερόπλοια επιδοτώντας μάλιστα τα χρηματοδοτικά επιτόκια σε όσους έβαζαν παραγγελίες, τα ελληνικά ναυπηγεία προτιμούσαν να φτιάχνουν βαγόνια για τον από τότε χρεοκοπημένο ΟΣΕ», αναφέρει χαρακτηριστικά στέλεχος του συγκεκριμένου κλάδου. Όπως και σε άλλους κλάδους, έτσι και στα ναυπηγεία οι επιχειρήσεις προσανατολίστηκαν σε έργα χρηματοδοτούμενα άμεσα ή έμμεσα από τον κρατικό προϋπολογισμό, επιδιώκοντας να εξασφαλίζουν συμβόλαια από ΔΕΚΟ και τις Ένοπλες Δυνάμεις. Ακόμα και η «λύση Βενιζέλου», που έσπασε τον Σκαραμαγκά σε πολεμικό και εμπορικό τμήμα, προσέλκυσε επενδυτή που επιδίωκε έργα από το Δημόσιο. Και τώρα πια τα ΕΝΑΕ βούλιαξαν μαζί με τις ΔΕΚΟ και το κράτος και η κυβέρνηση επιχειρεί να τα θέσει σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης για να τα πουλήσει.

Σύμφωνα με την έκθεση της Deloitte που κατατέθηκε στο δικαστήριο, στα τέλη του πρώτου τριμήνου του 2017 οι υποχρεώσεις των ΕΝΑΕ ανέρχονταν σε 1,37 δις. ευρώ, εκ των οποίων τα 247,75 εκατ. αποτελούν ανεκτέλεστο έργο προς το Πολεμικό Ναυτικό, 661,9 εκατ. είναι οι κρατικές ενισχύσεις (201,8 εκατ. μαζί με τους τόκους) που πρέπει να ανακτηθούν από το Δημόσιο βάσει απόφασης της Ε.Ε., 24,39 εκατ. είναι οφειλές προς την Τράπεζα Πειραιώς και 175 εκατ. υποχρεώσεις προς τους εργαζομένους. Η Deloitte υπολογίζει πως ακόμα και αν η απόφαση της διαιτησίας, κατά της οποίας ήδη στρέφεται το Δημόσιο, ισχύσει και πληρωθούν 155 εκατ. στα ΕΝΑΕ τα χρέη τους παραμένουν στα δυσθεώρητα επίπεδα των 864,8 εκατ. ευρώ. Η ελληνική ναυπηγική και ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία εν γένει μαζί με τα κέρδη της είχε χάσει από καιρό και την αξιοπιστία της. «Αυτό που στην Ελλάδα μου κοστίζει 100, στην Τουρκία μου στοιχίζει 50 και στη Βουλγαρία 40, ενώ στη Δυτική Μεσόγειο 120», αναφέρει στην «Κ» Έλληνας εφοπλιστής που ισχυρίζεται πως ακόμα και έτσι θα έφερνε πλοία του για επισκευές εδώ αν ήξερε πως θα τα παραλάβει στις συμφωνηθείσες προθεσμίες. «Οι Έλληνες εργάτες και τεχνίτες μας είναι πολύ καλοί, αλλά κανείς δεν δεσμεύεται πως μια απεργία δεν θα κρατήσει το βαπόρι και μία και δύο εβδομάδες παραπάνω από το αναμενόμενο», εξηγεί. Οι ακτιβιστές συνδικαλιστές του Περάματος έγιναν γνωστοί τα προηγούμενα χρόνια σε όλη την υφήλιο και όσοι τολμούσαν να πιστέψουν πως αυτά είναι υπερβολές το πλήρωσαν ακριβά σε χαμένους ναύλους, σημειώνει άλλος επιχειρηματίας της ποντοπόρου. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό το διακύβευα, αξίζει ίσως να αναφερθεί πως ανάλογα με το πλοίο κάθε μέρα καθυστέρησης κοστίζει από μερικά χιλιάρικα έως και πάνω από δέκα ή και δεκαπέντε χιλιάδες δολάρια σε χαμένα έσοδα από ναύλους. Ετσι αργοπέθαιναν και αργοπεθαίνουν ακόμα τα ελληνικά ναυπηγεία. Δημόσιο και Τράπεζα Πειραιώς περιμένουν τώρα την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου ως βασικοί πιστωτές έχουν υποβάλει αίτηση για ένταξη της εταιρείας ΕΝΑΕ σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης του νόμου 4307/2014.

Ομως, φευ, αυτή καθυστερεί σε βαθμό που πολλοί ανησηχούν πως ούτε αυτό το σχέδιο θα αποδώσει και θα πρέπει για μία ακόμη αφορά να αναζητηθεί νέος τρόπος για να μην κλείσει αμετάκλητα η μονάδα του Σκαραμαγκά με αναγκαστικούς πλειστηριασμούς.

Οι ανταγωνιστές ευημερούν. Βέβαια, οι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές ευημερούν: Η Fincantieri της Ιταλίας και η Meyer Werft της Γερμανίας κατατάσσονται πλέον μεταξύ των μεγαλύτερων ναυπηγείων διεθνώς όσον αφορά την αξία των παραγγελιών τους χάρη στην έκρηξη της κρουαζιέρας. Η Fincantieri στα τέλη του 2017 έχτιζε 22 κρουαζιερόπλοια αξίας περίπου 16 δισ. και άλλα 6 άλλων 900 εκατ. στη νορβηγική θυγατρική της Vard. Η Meyer Werft μέχρι το 2023 έχει 21 παραγγελίες (μαζί με τη θυγατρική Turku Meyer) αθροιστικής αξίας 16,9 δις. δολ. Ξεπέρασαν έτσι αμφότερες τους κατασκευαστές της Ασίας, που επικεντρώνονται στην κατασκευή εμπορικών πλοίων.

[ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, των Ανέστη Ντόκα, Χρύσας Λιάγγου, Ηλία Μπέλλου, 11/2/2018]