ΥΠΟΓΑΣΤΡΙΑ

Την ιστορία την έλεγε διπλωμάτης ευρωπαϊκής χωράς σε ομήγυρη δημοσιογράφων. Είχε δεχτεί, έλεγε, όχληση από συμπατριώτες του επενδυτές που, σε συνεταιρισμό με Έλληνες, είχαν υποβάλει στις υπηρεσίες φάκελο για μια μικρομεσαία επένδυση. Οι υπηρεσίες είχαν κρατήσει μήνες τον φάκελο, χωρίς να απαντήσουν ή να ζητήσουν επιπλέον στοιχεία. Οι επίδοξοι επενδυτές ήθελαν από τον διπλωμάτη να μεσολαβήσει προς τον υπουργό όχι για να αποσπάσουν έγκριση, αλλά για να λάβουν, επιτέλους, μια απάντηση. Ο υπουργός έκλεισε το ραντεβού μέσα σε δύο ημέρες. Υποδέχτηκε τον διπλωμάτη με μεγάλη ευγένεια . Μην ανησυχείτε , του είπε στο τέλος. Σε λίγες ημέρες η υπηρεσία θα έχει απαντήσει . Δύο μήνες μετά, η απάντηση δεν είχε έρθει.

Ο διπλωμάτης δεν είπε τίποτε που θα μπορούσε να προδώσει την ταυτότητα του υπουργού. Δεν είχε άλλωστε ύφος καταγγελτικό. Είχε ένα χαμόγελο περισσότερο συγκατάβασης, παρά σαρκασμού. Ενα χαμόγελο που έλεγε, «εντάξει, τώρα ξέρουμε στην Ελλάδα είμαστε».

Όλοι φωνάζουν ότι για να ζωντανέψει η οικονομία χρειάζεται πολλές, μικρές επενδύσεις σαν αυτή που μπορεί ακόμη να επωάζεται στο υπογάστριο κάποιας υπηρεσίας. Αλλά το οικονομικό κλίμα καθορίζεται περισσότερο από τις μεγάλες επενδύσεις σαν αυτή της Ελληνικός Χρυσός , που φτάνει το ένα δισ. Λόγω ακριβώς αυτής της συμβολικής υπεραξίας, θα δικαιολογούσε κάποιος το ενδιαφέρον της κυβέρνησης να επιταχύνει και πολιτικά τα μεγάλα πρότζεκτ. Θα ήταν μια συμπεριφορά σύμφωνη με τις διακηρύξεις του πρωθυπουργού για την επανεκκίνηση της οικονομίας σύμφωνη και με το μόνο πλάνο πολιτικής επιβίωσης της ίδιας της κυβέρνησης. Τότε, γιατί κάνει ακριβώς το αντίθετο;

Η περίπτωση των μεταλλείων της Χαλκιδικής είναι διαφωτιστική. Ο Γιώργος Σταθάκης πήγε στο υπουργείο Ενέργειας, υποτίθεται, επειδή ήταν ό,τι πιο φιλοεπενδυτικό διέθετε ο ΣΥΡΙΖΑ. Πήγε, υποτίθεται, για να άρει τις αγκυλώσεις που είχαν προλάβει να προκαλέσουν οι ιδεασμοί του προκατόχου του. Πήγε και απέδειξε πολύ γρήγορα ότι η μόνη εναλλακτική στον δογματισμό που μπορούσε να προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η αβελτηρία.

Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο υπουργός έκρινε ότι πρέπει να προσφύγει στη διαιτησία. Το πρόβλημα θα ήταν ότι, αν και το έχει αποφασίσει εδώ και μήνες ο ίδιος ο πρωθυπουργός το προανήγγειλε τον Μάιο δεν έχει ακόμη προχωρήσει στην προσφυγή. Όπως και στην κοινότοπη ιστορία του διπλωμάτη, το πρόβλημα θα ήταν η πατροπαράδοτη βραδύτητα του ελληνικού Δημοσίου, εάν δεν υπήρχε κάτι εντελώς πρωτότυπο: Αν ο κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ένιωθε την άνεση να απαγγείλει από τηλεοράσεως, παρεμπιπτόντως, ποινικές κατηγορίες εις βάρος της επιχείρησης.

Ο συνήθης ορισμός περί «ανασφάλειας δικαίου» είναι πολύ φτωχός για να ανταποκριθεί σε αυτήν την εντελώς νέα πραγματικότητα.

[ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, του Μιχάλη Τσιντσινή, στήλη «Μάσκες», 11/08/2017]