ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΤΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ

Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τη χρυσή 12ετία 1995 2007 προήλθε από την αύξηση της κατανάλωσης η οποία όμως στηρίχθηκε στα δάνεια του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

Οι επενδύσεις δεν πρωταγωνίστησαν στην αύξηση του ΑΕΠ ενώ η αξία των εισαγωγών εκτινάχθηκε. Ουσιαστικά άλλαξε η δομή του οικονομικού μοντέλου της χώρας. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το μερίδιο του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ ήταν 10%, των υπηρεσιών 66% και της μεταποίησης, δηλαδή του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας που αξιοποιεί τις πρώτες ύλες και παράγει προϊόντα με υπεραξία, 12%.

Τη δεκαετία του 2000 τα αντίστοιχα ποσοστά είχαν διαμορφωθεί στο 3% για τον αγροτικό τομέα, στο 77% για τις υπηρεσίες και στο 8,8% για τη μεταποίηση.

Έτσι, μετά από σχεδόν μια δεκαετία ύφεσης, όλοι έχουν πλέον αντιληφθεί πως το ζητούμενο για να ανακάμψει η Ελλάδα είναι η ενίσχυση κλάδων της πραγματικής οικονομίας και όχι η ανά πτυξη με δανεικά. Ένας τέτοιος κλάδος είναι αυτός της βιομηχανίας και της μεταποίησης που παράγει αγαθά τα οποία μπορούν να εξαχθούν και να φέρουν συνάλλαγμα στη χώρα.

Σήμερα, οι επιδόσεις της ελληνικής μεταποίησης στο πλαίσιο της EE ξεπερνούν μόνο χώρες όπως η Κύπρος και η Μάλτα. Η δυναμική όμως υπάρχει, και η τεχνογνωσία. Από τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας με το ελληνικό βαμβάκι πρώτης ποιότητας, την εξορυκτική βιομηχανία έως τα φάρμακα και τα τρόφιμα.

Σήμερα στη μεταποίηση απασχολούνται 358.000 εργαζόμενοι, όταν το 2001 ήταν 615.000 (στοιχεία ΙΟΒΕ).

Για την αποβιομηχάνιση της χώρας μεγάλη ευθύνη φέρουν και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες με τις επιλογές τους. Ο λόγος όμως τώρα γίνεται για τις υφιστάμενες εταιρείες που έχουν αντέξει και μπορούν δυνητικά να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας.

Οι φορείς της βιομηχανίας ζητούν τα τελευταία χρόνια δικαίως μείωση του ενεργειακού κόστους και των εισφορών. Ηλεκτρικό και φυσικό αέριο κοστίζουν σε μια ελληνική επιχείρηση έως και 40% παραπάνω από μια ευρωπαϊκή ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές είναι διπλάσιες από τον μέσο όρο της Ευρώπης αφού αντιστοιχούν στο 52% του μεικτού μισθού, π.χ. στη Γερμανία είναι 23%.

Υπάρχει όμως ακόμη μία πρόταση που βρίσκεται υπό προπαρασκευή και αξίζει να συζητηθεί. Οι βιομήχανοι θέλουν μείωση στο κόστος παραγωγής ώστε να βγάζουν κέρδη τα οποία να φορολογούνται με χαμηλό συντελεστή (π.χ. 10%) εφόσον επανεπενδύονται. Αντιθέτως, αν τα κέρδη μοιραστούν ως μέρισμα –πηγαίνουν δηλαδή στις τσέπες του επιχειρηματία– να φορολογούνται με πολύ υψηλούς συντελεστές και όχι με 15% όπως σήμερα.

 

[ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ_ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ, του Βασίλη Κώτση, 18/06/2017]