«Η ΦΛΕΒΑ ΤΗΣ ΓΗΣ»: ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Μια πρώτη μελέτη για τα μεταλλεία της Ελλάδας, από τις απαρχές του σύγχρονού ελληνικού κράτους μέχρι το 1960, κυκλοφορεί τη Δευτέρα από την ιστορικό του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Λήδα Παπαστεφανάκη.

Διαβάζουμε, αρκετά συχνά τα τελευταία χρόνια, ρεπορτάζ στον Τύπο για τον ορυκτό πλούτο της Ελλάδας γύρω από τον οποίο έχει αναπτυχθεί μια ολόκληρη μυθολογία. Υπάρχει το ζήτημα των ορυκτών καυσίμων, υπάρχουν όμως και πολλά άλλα μέταλλα και ορυκτά που θεωρούνται σπάνια και πολύτιμα για τη βαριά βιομηχανία αλλά και για τις νέες τεχνολογίες. Η σχετική αρθρογραφία φτάνει μάλιστα να ποσοτικοποιεί τα πιθανά οφέλη από την εκμετάλλευση ανεκμετάλλευτων ως τώρα κοιτασμάτων, ανεβάζοντας τη συνολική τους αξία σε ένα ικανό ποσοστό του συνολικού σημερινού δημόσιου χρέους της χώρας. Συνήθως αφήνεται να εννοηθεί είτε ότι κάτι δεν κάνει καλά η πολιτεία διαχρονικά, είτε ότι υπάρχουν εξαρτήσεις που υποχρεώνουν τη χώρα να δίνει τον πλούτο της μπιρ παρά, ή να μην τον εξορύσσει καθόλου προκειμένου να μην τον δώσει μπιρ παρά. Υπάρχει βέβαια και η πιο συνωμοτική εκδοχή ότι οι ξένοι είτε δεν μας αφήνουν να εκμεταλλευτούμε τον πλούτο μας είτε ότι ψάχνουν απλώς τον προσφορότερο τρόπο να μας τον αρπάξουν, θεωρία που ξανοίγεται βέβαια στο αχανές πεδίο της διεθνούς πολιτικής.

Η σχετική φιλολογία ή παραφιλολογία έχει φυσικά ενταθεί στα χρόνια της κρίσης. Και έχει κάτι το πολύ ελκυστικό, κάτι από το κυνήγι θησαυρού ή από τη μανία που έπιανε τους χρυσοθήρες του προηγούμενου αιώνα να αναζητούν αενάως το Ελντοράντο τους.

Το βιβλίο της Λήδας Παπαστεφανάκη, ιστορικού που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και εξειδικεύεται κυρίως στην Οικονομική Ιστορία, με τίτλο «Η φλέβα της γης», που κυκλοφορεί μεθαύριο Δευτέρα, αποτελεί μια πρώτη μελέτη για τα μεταλλεία της Ελλάδας, από τις απαρχές του σύγχρονου ελληνικού κράτους μέχρι το 1960, με ιδιαίτερη όμως εστίαση στο διάστημα 1860- 1940. Το βιβλίο παρουσιάζει τη μεταλλευτική επιχειρηματική δραστηριότητα, τις κρατικές ρυθμίσεις για το θέμα, την εξορυκτική φρενίτιδα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, τις εξειδικευμένες σχετικές σπουδές σε Ελλάδα και Ευρώπη αλλά και τις συνθήκες εργασίας και τις μεγάλες απεργίες – κυρίως στο Λαύριο και στη Σέριφο.

Το βιβλίο καλύπτει ένα κενό, καθώς η σχετική δραστηριότητα δεν έχει μελετηθεί σε βάθος ούτε υπάρχουν εκτενή αρχεία για το θέμα. Ένα βασικό, πάντως, συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι από το 1860 μέχρι τον Σ ‘ Παγκόσμιο Πόλεμο η σχετική εξορυκτική δραστηριότητα ήταν μεγάλη σε δεκάδες μέρη της Ελλάδας, αλλά επρόκειτο για μια βιομηχανία εντάσεως εργασίας με μάλλον χαμηλή προστιθέμενη αξία. Οι επιχειρήσεις βασίστηκαν περισσότερο στη φθηνή εργασία παρά στη σύγχρονη –για τότε– τεχνολογία, γιατί έτσι προφυλάσσονταν καλύτερα από τις μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών στις διεθνείς αγορές. Το ίδιο ωστόσο έκανε και το κράτος, το 1840, όταν έβαλε στα ορυχεία της Μήλου να δουλεύουν ισοβίτες. Έτσι όμως οι κακές συνθήκες εργασίας οδήγησαν σταδιακά σε απεργίες και ταραχές.

Στο Λαύριο

Στην Ελλάδα δραστηριοποιήθηκαν βέβαια και πολλές ξένες εταιρείες, κυρίως γαλλικές, βρετανικές και ιταλικές. Στο Λαύριο, όπου δραστηριοποιούνταν μια ελληνική και μια γαλλική εταιρεία, φτιάχτηκε μια πόλη από το μηδέν, πόλη υπόδειγμα εργοδοτικού πατερναλισμού, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής. Κτίρια για τους εργάτες, νοσοκομεία και εκκλησίες, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι σταδιακά γύρω τους δεν δημιουργήθηκαν και πολυάριθμα παραπήγματα όπου οι εργάτες ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Αθλείς και κυρίως εντελώς ανθυγιεινές ήταν και οι συνθήκες εργασίας.

Οι πρώτοι νεκροί

Σπάνια οι εφημερίδες ασχολούνταν με τα όσα συνέβαιναν εκεί. Για να το κάνουν, θα έπρεπε να συμβεί κάτι μείζον. Δεν ασχολούνταν ούτε με τις απεργίες που από τα μέσα της δεκαετίας του 1880 άρχιζαν να πολλαπλασιάζονται. Τα πράγματα πήραν όμως άλλη τροπή όταν ξέσπασαν ταραχές με νεκρούς. Αυτά συνέβησαν τον Απρίλιο του 1896. Η απεργία κράτησε από τις 8 μέχρι τις 24 του μήνα. Κάποιοι αργοπορημένοι εργάτες δεν επετράπη να κατεβούν μόνοι τους στις υπόγειες στοές της Καμάριζας, σε βάθος 180 μέτρων, έχασαν το μεροκάματο και την άλλη μέρα εμπόδισαν σε όλους την κάθοδο, φράσσοντας το στόμιο του φρέατος. Ακολούθησαν αιτήματα όπως το μεροκάματο να διαμορφωθεί στις τρεισήμισι δραχμές, να δημιουργηθεί νοσοκομείο και φαρμακείο στην Καμάριζα και να τεθεί στη διάθεση των εργατών σούστα, ώστε οι εκάστοτε τραυματίες να μη μεταφέρονται με κάρο. Κάποια στιγμή η Αστυνομία άνοιξε πυρ και σκότωσε τρεις εργάτες. Αυτό οδήγησε σε εκτενή δημοσιογραφικά ρεπορτάζ για τους μεταλλωρύχους που «προβάλλουν κάτωχροι, οστεώδεις, κίτρινοι, με γουβωμένα μάτια, απελπισμένοι».

Διαστάσεις μύθου έλαβε πολύ αργότερα, το 1916, η απεργία της Σερίφου. Σύμφωνα με την εκδοχή των γεγονότων που έδωσε ένας βασικός πρωταγωνιστής τους, ο συνδικαλιστής Κωνσταντίνος Σπέρας, για δεκαπέντε μέρες καταργήθηκε κάθε άλλη Αρχή και το νησί διοικούνταν με επιτροπές κάποιοι έφτασαν να το χαρακτηρίσουν πρώτο ελληνικό σοβιέτ . Η Λήδα Παπαστεφανάκη πιστεύει ότι κανείς δεν μπορεί να θεωρεί ως τελική αυτή την εκδοχή, ενώ και για τον ίδιο τον Σπέρα επισημαίνει ότι υπήρξε αμφιλεγόμενο πρόσωπο που αργότερα συνεργάστηκε με την Αστυνομία και τον Στρατό. Ο Στρατός ήταν και το σώμα που συνήθως αποστελλόταν από τις Αρχές για να καταπνίξει τις απεργίες, πάντως το σίγουρο είναι ότι στις ταραχές της Σερίφου σκοτώθηκαν πέντε εργάτες και δύο αξιωματικοί της Χωροφυλακής.

«Η ΦΛΕΒΑ ΤΗΣ ΓΗΣ – ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, 19os 20ός ΑΙΩΝΑΣ» Λήδα Παπαστεφανάκη Εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2017 σελ. 390. Κυκλοφορεί στις 8/5.

[ΠΗΓΗ: ΤΑ ΝΕΑ_ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ, του Μανώλη Πιμπλή, 06/05/2017]