Η ΧΩΡΑ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΠΛΑΚ ΑΟΥΤ

assets_LARGE_t_420_54031124_type13145Ένα βήμα πριν από τις εκτεταμένες αναγκαστικές εκ περιτροπής διακοπές ρεύματος βρέθηκε την περασμένη εβδομάδα η χώρα, εν μέσω της σφοδρής κακοκαιρίας, για να αποφευχθεί μία ανεξέλεγκτη κατάρρευση, κοινώς ένα μπλακ άουτ, του ηλεκτρικού συστήματος.

Η ανακοίνωση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας την περασμένη Τρίτη που καλούσε τους καταναλωτές να μην προχωρούν σε άσκοπη χρήση ενέργειας από τις 6 το απόγευμα έως τα μεσάνυκτα, ήταν μεν προληπτικό μέτρο, καταδεικνύει ωστόσο την αγωνία των αρμόδιων φορέων για το ενδεχόμενο η χώρα να βυθιστεί στο σκοτάδι, καθώς η διαθέσιμη ισχύς από τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας οριακά ανταποκρινόταν στη συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση και την ανάγκη για εφεδρείες.

Στελέχη των Αρχών που έζησαν από κοντά την κατάσταση, μιλώντας στην «Οικονομία», καταλήγουν στο εξής συμπέρασμα: «Η ενεργειακή κρίση της 10ης Ιανουάριου -η δεύτερη μέσα σε διάστημα δύο εβδομάδων αφού και παραμονές Χριστουγέννων παρουσιάστηκε το ίδιο πρόβλημα- κατέδειξε με τον πιο σαφή τρόπο μία αλήθεια που για χρόνια λίγοι τολμούσαν να ομολογήσουν: Το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας είναι γυμνό…».

Κατ’ αντιπαραβολή του παραμυθιού με τα ανύπαρκτα ρούχα του βασιλιά, «το σύστημα ηλεκτροδότησης της χώρας παρουσιαζόταν τα τελευταία χρόνια πλήρως ενδεδυμένο από παραγωγικό δυναμικό», προσθέτουν τα ίδια στελέχη, εντοπίζοντας τις λανθασμένες εκτιμήσεις: «Η κάμψη της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια, λόγω της κρίσης (σε συνδυασμό με την προσθήκη νέων μονάδων από ΔΕΗ και ιδιώτες την τελευταία πενταετία και με την αυξημένη εγκατάσταση νέων έργων ΑΠΕ) δημιούργησε μία ψευδαίσθηση υπερεπάρκειας ισχύος και έναν επικίνδυνο όπως αποδείχτηκε αυτές τις ημέρες εφησυχασμό, σχετικά με την ικανότητα του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος να καλύπτει επαρκώς όχι μόνο τις καθημερινές ανάγκες, αλλά και τις αιχμές που εμφανίζονται σε συγκεκριμένες περιόδους κατακόρυφης αύξησης της ζήτησης».

Έτσι, αγνοώντας ή παραγνωρίζοντας βασικά δεδομένα των ηλεκτρικών συστημάτων διεθνώς, ακούγονταν κορώνες ακόμα και από αρμόδια χείλη που διακήρυτταν ότι στην Ελλάδα υπάρχει πλεόνασμα ηλεκτρικής ενέργειας, ότι λόγω της αυξημένης διείσδυσης των Ανανεώσιμων Πηγών δεν χρειαζόμαστε πλέον συμβατικές μονάδες (λιγνιτικές ή φυσικού αερίου) και ότι στη χειρότερη περίπτωση μπορούμε να κάνουμε εισαγωγές από τις γειτονικές χώρες

Σε μόλις δύο ημέρες όλες οι ψευδαισθήσεις καταρρίφθηκαν, με τις εξελίξεις να παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας. Και οι ώρες που πέρασαν στις αρχές της εβδομάδας ήταν δραματικές, όπως περιγράφουν στην «Οικονομία», τα ίδια στελέχη, δίνοντας το ημερολόγιο των εξελίξεων.

Πρώτα ήταν το κύμα κακοκαιρίας που εκτόξευσε τη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια πάνω από τις 9.000 μεγαβατώρες, πολύ υψηλότερα από τον μέσο όρο ζήτησης τα τελευταία χρόνια

Οι συμβατικές μονάδες

Ακολούθησε η οδυνηρή διαπίστωση ότι λόγω καιρικών συνθηκών η παραγωγή από τα φωτοβολταϊκά ήταν ελάχιστη καθώς είτε υπήρχε αυξημένη συννεφιά είτε είχαν καλυφθεί από χιόνι. Απογοητευτική ήταν και η παραγωγή των αιολικών, λόγω της άπνοιας. Άρα το ηλεκτρικό σύστημα έπρεπε να βασιστεί στις συμβατικές μονάδες παραγωγής (λιγνιτικές και φυσικό αέριο) με τη συνδρομή και των υδροηλεκτρικών σταθμών, και δευτερευόντως στις εισαγωγές.

Οι εισαγωγές και οι εξαγωγές ενέργειας μεταξύ γειτονικών χωρών είναι μία συνηθισμένη πρακτική που ενισχύει την ενεργειακή ασφάλεια σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βασίζεται Την κρίσιμη Τρίτη, σχεδόν το μισό της ζήτησης κάλυψαν οι μονάδες φυσικού αερίου, επτά ιδιωτικές και τέσσερις της ΔΕΗ όμως σε μία βασική παραδοχή: Το διασυνοριακό εμπόριο είναι αγορά και άρα λειτουργεί με το δεδομένο ότι όταν υπάρχει έλλειμμα ενός αγαθού σε μία χώρα -εν προκειμένω ηλεκτρικής ενέργειας- οι τιμές αυξάνονται και άρα οι γειτονικές χώρες έχουν κίνητρο να εξάγουν το δικό τους πλεόνασμα ενέργειας σε υψηλότερη τιμή απ’ ό,τι θα το πωλούσαν εντός συνόρων.

Κι εδώ ήρθε η επόμενη οδυνηρή συνειδητοποίηση για το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα. Η εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού είναι με τέτοιο τρόπο διαμορφωμένη ώστε ακόμα και σε συνθήκες υψηλής ζήτησης, οι τιμές να μην αντανακλούν το πραγματικό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Την εβδομάδα που μας πέρασε, π.χ., η γειτονική Βουλγαρία δεν είχε κανένα κίνητρο να εξάγει ενέργεια στην Ελλάδα προς 77 ευρώ τη μεγαβατώρα, όταν μπορούσε να την πουλήσει εντός των συνόρων της προς 100 ευρώ τη μεγαβατώρα. Έτσι, το εγχώριο παραγωγικό δυναμικό ήταν η μόνη «σωστική λέμβος», η οποία όμως όπως αποδείχτηκε έμπαζε κι αυτή νερά…

Από τις 14 λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ ήταν διαθέσιμες οι 10. Από τις τέσσερις που απουσίαζαν, η μία (Καρδία 4) είχε μακροπρόθεσμη βλάβη, η άλλη (Αμύνταιο 1) παρουσίασε ξαφνική βλάβη το βράδυ της περασμένης Δευτέρας και οι άλλες δύο (Άγιος Δημήτριος 1 και 4) βρίσκονταν σε προγραμματισμένη συντήρηση.

Σύμφωνα με πληροφορίες της «Οικονομίας», με την εξαίρεση της μονάδας Αμύνταιο 1, η μη διαθεσιμότητα των άλλων τριών λιγντικών μονάδων προκάλεσε τη δυσφορία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας απέναντι στον ΑΔΜΗΕ για το γεγονός ότι επέτρεψε στη ΔΕΗ να προχωρήσει σε συντήρηση σημαντικού παραγωγικού δυναμικού εν μέσω περιόδου υψηλής ζήτησης, όπως έχουν εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια οι χειμώνες στην Ελλάδα, αφού πολλοί είναι εκείνοι που χρησιμοποιούν ηλεκτρική ενέργεια για θέρμανση. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση την καθαρή ισχύ των τριών προαναφερθεισών μονάδων, το ηλεκτρικό σύστημα παρουσίαζε ήδη έλλειμμα παραγωγής περίπου 750 MW

Υπό το βάρος των εξελίξεων, αποφασίστηκε να αξιοποιηθούν στο έπακρο οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί. Πρόκειται για μία κίνηση αποτελεσματική μεν, παρακινδυνευμένη δε, καθώς ενεργοποιώντας πλήρως τα μεγάλα υδροηλεκτρικά, καλύπτονται οι άμεσες ανάγκες μερικών ημερών, επειδή ωστόσο οι ταμιευτήρες τους έχουν πεπερασμένες δυνατότητες, αν εξαντληθούν τα υδάτινα αποθέματα, δεν θα υπάρχει εναλλακτική. Χαρακτηριστικό της υπερεξάντλησης των υδάτινων αποθεμάτων είναι ότι «το υδροηλεκτρικό Πουρνάρι έφτασε να τραβάει χαλίκι αντί νερό, εντείνοντας τις ανησυχίες για το τι δυνατότητες θα έχουν τα υδροηλεκτρικά το καλοκαίρι, μετά από τέτοια σπατάλη», όπως μας λένε οι γνωρίζοντες.

Έτσι, το σύστημα πάτησε «τέρμα τα γκάζια», αφού σχεδόν το μισό της ζήτησης κλήθηκαν να καλύψουν οι μονάδες φυσικού αερίου, επτά ιδιωτικές και τέσσερις της ΔΕΗ, που δούλευαν όλο το 24ωρο κοντά στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους.

Ζήτηση 9.300 MW.

Συγκεκριμένα, η συνολική ζήτηση στις 8 το βράδυ της Τρίτης (αιχμή της ημέρας) ήταν περίπου 9.300 MW. Από αυτά, τα 4.010 MW καλύφθηκαν από τις μονάδες φυσικού αερίου, ακολούθησαν οι λιγνιτικές μονάδες με 2.319 MW και οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί με 2.019 MW, ενώ υπολογίζεται ότι εκείνη την ώρα η παραγωγή των ΑΠΕ θα ήταν περίπου 150 MW

Σε λειτουργία μπήκε επίσης και το αμυντικό μέτρο του διακοπτόμενου φορτίου, όπου βιομηχανικοί καταναλωτές περιέκοψαν έναντι αμοιβής την κατανάλωσή τους, για να μειωθεί η ζήτηση. Με την εξαίρεση ωστόσο της Αλουμίνιον της Ελλάδος που μόνη της περιέκοψε περί τα 280 MW και της ΛΑΡΚΟ που περιέκοψε περί τα 170 MW για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα την Τρίτη, η μακροπρόθεσμη εξοικονόμηση που προήλθε όλη την ημέρα από τις υπόλοιπες βιομηχανίες (χαλυβουργεία, τσιμεντάδικα, κ.ά.) δεν ξεπέρασε τα 300 MW

Τέλος, προκειμένου να μην υπάρξει η παραμικρή απώλεια παραχθείσας ενέργειας, η Ελλάδα έθεσε σε εφαρμογή άλλο ένα πιο εξεζητημένο μέτρο, αυτό της απαγόρευσης εξαγωγών προς τις γειτονικές χώρες για 48 ώρες, αποκλείοντας ουσιαστικά τη χώρα από το ευρωπαϊκό ηλεκτρικό σύστημα.

Αν, λοιπόν, κάτι έδειξε η πρόσφατη κρίση αλλά και αυτή της παραμονής των Χριστουγέννων, είναι ότι το ηλεκτρικό σύστημα έχει σημαντικές και επικίνδυνες αδυναμίες. Το θέμα είναι αν τα παθήματα έγιναν μαθήματα για τους άμεσα εμπλεκόμενους, ώστε η τρίτη φορά να μην αποδειχθεί και φαρμακερή..

Το ηλεκτρικό σύστημα παρουσίαζε σημαντικό έλλειμμα παραγωγής την εβδομάδα που πέρασε και για τον πρόσθετο λόγο ότι εξαιτίας βλάβης ή συντήρησης είχαν τεθεί εκτός μάχης 4 από τις 14 λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, κάτι που προκάλεσε και τη δυσφορία της ΡΑΕ.

[ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, του Χρήστου Κολώνα, 15/01/2017]