ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ ΜΕΝΟΥΝ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΜΕΤΟΧΕΣ

%ce%bf%ce%b9%ce%ba_21Από την αρχή του καλοκαιριού οι αναλυτές προειδοποιούσαν ότι, παρά το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης και την επιστροφή του waiver, το φθινόπωρο αναμένεται ταραχώδες για την Ελλάδα, αφού οι εντάσεις με τους δανειστές θα επιστρέψουν. Μάλιστα, στα τέλη Αυγούστου η BofAMerrillLynch είχε υπογραμμίσει τον αυξημένο κίνδυνο πρόωρων εκλογών με αφορμή την δεύτερη αξιολόγηση, “βλέποντας” καθυστέρηση της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, τονίζοντας ότι το δεύτερο εξάμηνο του έτους πιθανώς θα αποδειχθεί ιδιαίτερα “θορυβώδες” για τη χώρα.

Τώρα, φτάνει η περίοδος της συνειδητοποίησης: “οι επενδυτές έχουν αρχίσει και γίνονται και πάλι νευρικοί γύρω από την Ελλάδα”, σχολίασαν οι αναλυτές των μεγάλων ξένων οίκων μετά τα αποτελέσματα του τελευταίου Eurogroup, όπου οι υπουργοί των Οικονομικών της Ευρωζώνης έστειλαν το σαφές μήνυμα στην κυβέρνηση για άμεση και πλήρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, αλλά και τις δηλώσεις τόσο του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, όσο και του Γιώργου Κατρούγκαλου και του Γιάννη Δραγασάκη για το ΔΝΤ και το χρέος.

Blamegame

Λίγες ώρες μετά το Eurogroup, το οποίο δεν έδωσε κανένα περιθώριο ελαστικότητας και απόκλισης από τους στόχους και έβαλε παράλληλα τέλος στη συζήτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα κάτω από το 3,5%, o Αλέξης Τσίπρας από τη ΔΕΘ πέρασε και πάλι στο “blamegame”, λέγοντας ότι οι διαφωνίες μεταξύ των δανειστών είναι αυτές που έφεραν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού το καλοκαίρι του 2015 και αυτοί είναι που καθυστερούν την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών και των επενδυτών απέναντι στην Ελλάδα, αφού δεν τα βρίσκουν για το χρέος, εμποδίζοντας έτσι να ενταχθεί η Ελλάδα στο QE της ΕΚΤ.

Το σήμα για… νέα ρήξη προσεχώς, κάθε άλλο παρά ενθαρρύνει τους επενδυτές να επιστρέψουν στο ελληνικό χρηματιστήριο το οποίο εδώ και μήνες, με ελάχιστα διαλείμματα, είναι εγκλωβισμένο στην στασιμότητα και στους αδιάφορους τζίρους, χάνοντας την ευκαιρία του ράλι του καλοκαιριού που βίωσαν οι διεθνείς αγορές, παρά και… μετά το Brexit.

Οι ανησυχίες των επενδυτών ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο όταν ο Γιώργος Κατρούγκαλος διαμήνυσε πως ως η κυβέρνηση δεν πρόκειται να συμμορφωθεί με τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται από το ΔΝΤ, αποκαλώντας για μία ακόμη φορά το Ταμείο “ακραίο παίκτη”, τη στιγμή μάλιστα που οι εκπρόσωποι των δανειστών βρίσκονται στην Αθήνα για το κλείσιμο των προαπαιτούμενων για την υπο-δόση των 2,8 δισ. ευρώ.

“Φωτιά” στη διαπραγμάτευση

Είναι χαρακτηριστικό πως η Citigroup ανέδειξε τις δηλώσεις Κατρούγκαλου, σύμφωνα με τις οποίες τα εργασιακά θα αποδειχθούν το μεγάλο “αγκάθι” της δεύτερης αξιολόγησης της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, σχολιάζοντας τις δηλώσεις του υπ. Εργασίας, ότι η Αθήνα δεν μπορεί να δεχθεί τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις που απαιτεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Citi επισημαίνει ότι “η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας θα αποτελέσει το κύριο εμπόδιο στη δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος, η οποία θα ξεκινήσει μέσα στις επόμενες εβδομάδες”.

Όπως σχολιάζει και η Citi, οι διαπραγματεύσεις γύρω από το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας θα συνεχιστούν και μαζί με αυτές θα επιστρέψουν και οι διαμάχες μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών.

Μακρινό όνειρο το QE

Το ζητούμενο για την επιστροφή των επενδυτών στην ελληνική αγορά, εκτός από την σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού και την χειροπιαστή ανάκαμψη της οικονομίας, είναι η επανάκτηση της εμπιστοσύνης, ενώ ο απόλυτος καταλύτης για την στροφή προς τα ελληνικά ομόλογα αλλά και τις ελληνικές τραπεζικές μετοχές οι οποίες σημειώνουν απώλειες μεταξύ του 41% και του 58% από τα υψηλά έτους, είναι η ένταξη στο QE -ένα σενάριο το οποίο ολοένα και απομακρύνεται- καθώς και η έναρξη τη συζήτησης για την ελάφρυνση του χρέους.

Την περασμένη εβδομάδα, τόσο η ελάφρυνση του χρέους όσο και το QE έγιναν ένα… όνειρο μακρινό και ίσως και άπιαστο, μετά και τις δηλώσεις Ευρωπαίου αξιωματούχου αλλά και την παραδοχή Δραγασάκη ότι καμία ουσιαστική και μακροπρόθεσμη λύση για το χρέος δεν αναμένεται μετά τις γερμανικές εκλογές και ίσως και πέραν του 2018. Είναι γνωστό δεδομένο πως για να δώσει η ΕΚΤ το ΟΚ για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης πρέπει πρώτα να υπάρχει μία θετική ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.

Με την ΕΚΤ να εμφανίζεται πλέον να μοιράζεται τις ανησυχίες του ΔΝΤ γύρω από την Ελλάδα, η υπόθεση χρέος εξελίσσεται σε ένα πολύ μακροπρόθεσμο πλέον στοίχημα. Όπως σημείωσε και η Citi σε note της την περασμένη εβδομάδα, οποιαδήποτε σημαντική απόφαση για την ελάφρυνση του χρέους των ευρωπαϊκών δανείων προς την Ελλάδα θα αναβληθεί για μετά τις γερμανικές εκλογές, με δεδομένο το πόσο ευαίσθητο είναι αυτό το θέμα μεταξύ των Γερμανών ψηφοφόρων.

Όπως τονίζει η αμερικάνικη τράπεζα, αυτό επίσης σημαίνει ότι η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE μοιάζει πλέον αρκετά δύσκολη, καθώς απαιτεί μια θετική ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους η οποία, χωρίς περισσότερη σαφήνεια σχετικά με την ελάφρυνσή του, φαίνεται εξαιρετικά απίθανη.

Τι γίνεται με τις τράπεζες

Σε όλα τα παραπάνω αλλά και στη διαχείριση των κόκκινων δανείων, οφείλεται και η έντονα συντηρητική στάση που τηρούν πλέον οι  ξένοι οίκοι απέναντι στον εγχώριο τραπεζικό κλάδο ο οποίος και παραμένει ένα “highbetatrade” και για αυτό τον λόγο είναι ευάλωτος στην όποια αλλαγή της επενδυτικής ψυχολογίας γύρω από το ρίσκο, ενώ η έλλειψη ρευστότητας που χαρακτηρίζει το Χ.Α δεν αφήνει τις οποίες θετικές κινήσεις να έχουν διάρκεια, ενώ αντίθετα το κάνουν ευαίσθητο στα διαφορά σοκ.

Παρά τα ικανοποιητικά αποτελέσματα του δεύτερου τριμήνου, τα οποία έδειξαν ότι οι τράπεζες οδεύουν προς ένα θετικό 2016 από άποψη  κερδοφορίας, τόσο οι αναλυτές όσο και οι επενδυτικές τράπεζες διστάζουν να βγάλουν το σήμα της επιφυλακτικότητα πάνω από την στάση τους.

Έτσι, σε νέα έκθεσή της για τις ελληνικές τράπεζες η GoldmanSachs προχωρά σε περαιτέρω μείωση των τιμών-στόχων που έδινε. Έτσι, ψαλιδίζει κατά 6% την τιμή-στόχο για την AlphaBank στα 2,2 ευρώ από 2,35 ευρώ πριν, διατηρώντας ωστόσο την σύσταση “Buy”, ενώ μεγαλύτερη είναι μείωση για την τιμή-στόχο της Eurobank κατά 22% στα 0,7 ευρώ από 0,9 ευρώ με σύσταση “Neutral”, και για την Πειραιώς (20%) στα 0,2 ευρώ, επίσης με σύσταση “Neutral”.

Όπως σημειώνει, στους κινδύνους γύρω από τις εκτιμήσεις της τοποθετεί τον πολιτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο χρηματοδότησης, την επιδείνωση των μακροοικονομικών εξελίξεων και την πορεία της αναδιάρθρωσης.

Από την μεριά της η Wood δηλώνει επιφυλακτικά αισιόδοξη για τις ελληνικές τράπεζες, λόγω των ελκυστικών αποτιμήσεων και του τεράστιου discount του δείκτη P/BV σε σχέση με τον ευρωπαϊκό κλάδο.

Όπως επισημαίνει, αν και πιστεύει ότι η βελτίωση στα θεμελιώδη μεγέθη θα οδηγήσει σταδιακά σε υψηλότερες αποτιμήσεις για τις ελληνικές τράπεζες, ωστόσο, όπως τονίζει, δεν υπάρχει κάποιος ορατός καταλύτης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα γρήγορο re-rating των τιμών των μετοχών.

Η Wood διατηρεί τη σύσταση buy για την AlphaBank και την Εθνική – οι οποίες και αποτελούν τα toppicks της, ενώ υποβαθμίζει σε hold από buy την στάση της για την Eurobank και διατηρεί την στάση hold και για την Πειραιώς.

Η τιμή-στόχος για την AlphaBank μειώνεται στα 2,50 ευρώ, από 3,30 ευρώ προηγουμένως, για την Εθνική στα 0,30 ευρώ, από 0,50 ευρώ προηγουμένως, για την Πειραιώς στα 0,20 ευρώ, από 0,30 ευρώ προηγουμένως και για την Eurobank στα 0,70 ευρώ, από 1,20 ευρώ.

Η Wood ωστόσο προειδοποιεί ότι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης (με τις συνήθεις καθυστερήσεις) είναι απίθανο να αλλάξει το κλίμα (η πρώτη αξιολόγηση δεν το έκανε), και η συμμετοχή στο QE παραμένει αβέβαιη.

Στους βασικούς κινδύνους για τις ελληνικές τράπεζες η Wood τοποθετεί την πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα, το μεγάλο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, την απουσία ιστορικού διαχείρισής τους, τη μεγάλη έκθεση στα DCT, την υψηλή αναλογία δανείων/καταθέσεις και τις πιθανές πιέσεις στα spreads.