ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

anaptyxiΗ εφαρμογή πολιτικών λιτότητας από την Ε.Ε., μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 2008 και την κρίση χρέους του 2010, έχει οδηγήσει την ευρωπαϊκή οικονομία σε στασιμότητα, ενώ ταυτόχρονα η Ελλάδα έχει υποστεί μια άνευ προηγουμένου οικονομική συρρίκνωση και κοινωνική οπισθοδρόμηση. Η αποτυχία των πολιτικών αυτών καθιστά όλο και περισσότερο εύθραυστο το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στην Ε.Ε. και παρεμποδίζει τη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης που είναι απαραίτητο για την ανάκαμψη της οικονομίας της.

ΕΤΣΙ, ΣΤΑΔΙΑΚΑ έχει καταστεί σαφές ότι μόνο με την ανατροπή της στασιμότητας και την επαναφορά της ευρωπαϊκής οικονομίας σε ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης μπορεί να αντιμετωπιστεί η παραπέρα αποσταθεροποίησή της, καθώς και οι νέες προκλήσεις που δημιουργήθηκαν (π.χ. Brexit, ενίσχυση ακροδεξιών κομμάτων, αστάθεια των ευρωπαϊκών τραπεζών, νέα δημοψηφίσματα κ.ά.). Ειδικότερα όσον αφορά την Ελλάδα, μόνο με την ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας κυρίως μέσω των νέων επενδύσεων, θα επανακάμψει η οικονομία της και θα είναι δυνατό να δρομολογηθεί ένα νέο μοντέλο, το οποίο θα στηρίζεται στην εξωστρέφεια και στην καινοτομία. Το νέο αυτό αναπτυξιακό εγχείρημα, μέσα από νέες επενδύσεις, προϋποθέτει την εξασφάλιση ικανοποιητικών χρηματοδοτικών πόρων, τόσο από εγχώριες πηγές (π.χ. νέα τραπεζικά δάνεια προς επιχειρήσεις Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων), όσο και από ξένους επενδυτές (π.χ. άμεσες διεθνείς επενδύσεις διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε., επενδυτικό πρόγραμμα Γιούνκερ κ.ά.). Επίσης το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού θα πρέπει να είναι συμβατό με την απόδοση των νέων επενδύσεων.

ΣΧΕΤΙΚΑ με τις δυνατότητεςχρηματοδότησης των νέων επενδύσεων από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, θα πρέπει να επισημανθούν οι αρνητικές συνέπειες της ύφεσης στην αποπληρωμή παλαιότερων δανείων προς τις τράπεζες (π.χ. τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια φτάνουν σήμερα τα 107 δισεκατομμύρια ευρώ ή 50% σε ποσοστό των συνολικών δανείων). Ακόμα, η δραματική μείωση των καταθέσεων (από 237 δισεκατομμύρια ευρώ σε 120 δισεκατομμύρια κατά την περίοδο 2009-2015) παρεμποδίζει τις ελληνικές τράπεζες να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις. Η μειωμένη αυτή ρευστότητα, σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό λόγω της ύφεσης έχει ως αποτέλεσμα να παραμένουν τα πραγματικά επιτόκια σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με εκείνα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Τέλος είναι γνωστό ότι το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων έχει υποστεί μεγάλες και διαδοχικές περικοπές και αδυνατεί να στηρίξει αποτελεσματικά τη συνολική επενδυτική προσπάθεια της χώρας.

ΕΠΟΜΕΝΩΣ, στη φάση αυτή η ανάκαμψη της οικονομίας μπορεί να στηριχθεί κυρίως στους πόρους των διαρθρωτικών ταμείων της Ε.Ε., στο επενδυτικό πρόγραμμα Γιούνκερ, στην ενίσχυση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στην αναμενόμενη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους ώστε να αποδεσμευτούν φορολογικοί πόροι και να ενισχυθεί το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Επίσης, εφόσον σταθεροποιηθεί πλήρως η οικονομία και αποκατασταθεί το κλίμα εμπιστοσύνης, η Ελλάδα μπορεί να δεχτεί περισσότερες ξένες άμεσες επενδύσεις. Το επενδυτικό αυτό εγχείρημα είναι εξαιρετικά δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο. Κι αυτό επειδή οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν μειωθεί κατά 50% κατά την περίοδο 2007-2015. Ειδικότερα, το ποσοστό αυτό μειώθηκε από 23,4% (ή 30 δισεκατομμύρια ευρώ) κατά μέσο όρο την περίοδο 2009-2015 σε 11,6% (ή 21 δισεκατομμύρια) το 2015. Από μια πρόσφατη μελέτη που δημοσίευσαν πρόσφατα οι οικονομολόγοι της Τράπεζας Πειραιώς με επικεφαλής τον κ. Ηλία Λεκκό , προκύπτει ότι θα χρειαστούν 40 δισεκατομμύρια κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 2016 2020 για νέες επενδύσεις (δηλαδή 201 δισεκατομμύρια συνολικά), ώστε ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας να φτάσει στο 2,2% κατά μέσο όρο την ίδια περίοδο. Το πραγματικό επιτόκιο δανεισμού θα πρέπει να μειωθεί κατά 1,8% και το ΠΔΕ να αυξηθεί κατά 2 δισεκατομμύρια ευρώ. Ταυτόχρονα, οι καθαρέςχρηματοδοτήσεις των τραπεζών (δηλαδή η διαφορά μεταξύ αποπληρωμής παλαιών δανείων και νέων χρηματοδοτήσεων) θα πρέπει να φτάσουν τα 7,7 δισεκατομμύρια κατά μέσο όρο ετησίως την ίδια περίοδο.

ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ αυτοί είναι εφικτοί εφόσον δραστηριοποιηθεί τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας. Η απλοποίηση των διαδικασιών, η επίσπευση των δικαστικών εκκρεμοτήτων όσον αφορά τις επενδύσεις η έγκαιρη εκταμίευση και απορρόφηση των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων της Ε.Ε., του ΠΔΕ και του αναπτυξιακού νόμου αποτελούν μερικά μόνο προαπαιτούμενα για την επιτυχή έκβαση του επενδυτικού αυτού εγχειρήματος.

ΤΕΛΟΣ, η επενδυτική προσπάθεια θα πρέπει να επικεντρωθεί σε τομείς και δραστηριότητες γενικότερα που θα προωθούν την εξωστρέφεια, την καινοτομία, την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας ώστε να διορθωθούν οι στρεβλώσεις του παλαιού οικονομικού μοντέλου που οδήγησαν στην κρίση του 2010. Η ανάπτυξη της μεταποίησης όπως ο κλάδος των φαρμακευτικών προϊόντων, των πετρελαιοειδών, των μετάλλων, των μεταλλευτικών ορυκτών, των χερσαίων και θαλάσσιων μεταφορών, των έργων υποδομών στον τομέα των μεταφορών και της ενέργειας καθώς επίσης και της παροχής υπηρεσιών υψηλής ποιότητας (π.χ. υγείας παιδείας) αποτελούν μερικά παραδείγματα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη ριζική αλλαγή του οικονομικού μοντέλου του παρελθόντος.

[ΠΗΓΗ: REAL NEWS, του Παναγιώτη Ρουμελιώτη, Ομότιμου Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και πρώην εκπρόσωπου της Ελλάδας στο ΔΝΤ. 17/07/2016]