ΤΟ ΨΥΧΙΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ: ΕΝΑ ΚΡΙΣΙΜΟ ΜΕΓΕΘΟΣ

8F8587AEF4FA3A8B444A174E472732BFΗ σκηνή στην έξοδο του Μετρό, ανεβαίνοντας τις κυλιόμενες σκάλες. Ζεύγος μεσόκοπων, μπροστά μου, με τη γυναίκα (προφανώς σύζυγο) να προσπαθεί να επιταχύνει την έξοδο, τραβώντας και τον άντρα προς την αριστερή λωρίδα της σκάλας. “Έλα σε παρακαλώ, βιάσου λιγάκι. Δε θα προφτάσουμε”, του λέει. Εκείνος, παραμένοντας ατάραχος στη δεξιά λωρίδα, κυλιόμενος-συρόμενος στην κυριολεξία, της ρίχνει βαριεστημένες, ειρωνικές ματιές. “Δεν καταλαβαίνεις ότι θα πληρώσουμε και πρόστιμο;”, συνεχίζει εκείνη. Προφανώς, ο λόγος για την καταβολή του ΕΝΦΙΑ. Ήταν η τελευταία ημέρα πληρωμής.

Τελειώνουν οι σκάλες. Η γυναίκα, κινούμενη πιο ελεύθερα τώρα, έχει απομακρυνθεί ακόμα πιο πολύ από τον άντρα, ο οποίος αντί να συμμορφωθεί στις συνεχόμενες κλήσεις να κάνουν γρήγορα, με χαμηλή, μόλις ακουόμενη φωνή, σαν και με ευχαρίστηση, θα μουρμουρίσει: “Ναι, τρέξε, τρέξε να τ’ ακουμπήσεις. Βιάσου μην αργήσει να εισπράξει ο Γερμανός…”

Πολλά μπορεί να πει κανείς γι’ αυτόν το διάλογο. Και σε πολλά να σταθεί. Ας σταθούμε σήμερα στη στάση της γυναίκας. Μια στάση, που δεν είναι παρά μια δραματική προσπάθεια να κρατηθεί σε επαφή με τη ροή της ζωής. Με τη φορά και τη φθορά των πραγμάτων. Με τη ρεαλιστική συμμόρφωση προς τα τετελεσμένα, τα δρομολογημένα. Με την αποφυγή του χειρότερου. Πολύ περισσότερο όταν νιώθει ότι έχει μείνει μόνη και αβοήθητη. Με τον σύντροφό της να έχει ήδη εισέλθει στη ζώνη της απάθειας, της αδιαφορίας, της παραίτησης. Λίγο, δηλαδή, πριν να τον καταβροχθίσει ο δράκος της Απόγνωσης. Της “βολικής απόγνωσης” που λέει και ο ποιητής.

Αυτή τη βολική απόγνωση μοιάζει να αντιμάχεται σήμερα ο Έλληνας, στο πρόσωπο της γυναίκας της ιστορίας μας, επιστρατεύοντας κάθε υπόλοιπο ψυχικού αποθέματος. Ενός κρίσιμου οικονομικού μεγέθους, που δυστυχώς σπάνια συνυπολογίζεται σοβαρά στα διάφορα μοντέλα των εγχειριδίων Πολιτικής Οικονομίας.

Υπάρχει, λοιπόν, ακόμα κάτι γόνιμο εκεί στα ψυχικά υποστρώματα του σύγχρονου Έλληνα; Ναι, μάς λέει ο καθηγητής Β. Καραποστόλης, σε κείμενό του με τίτλο “Το ψυχικό απόθεμα του Έλληνα”, από το οποίο αντλώ, όπως έκανα και μια άλλη φορά, κάποια ψήγματα αισιοδοξίας.

Οι άνθρωποι είναι γενικώς πιο ευαίσθητοι απέναντι στις αρνητικές πιθανότητες να συμβεί κάτι, παρά στις θετικές. Ανησυχούν, δηλαδή, περισσότερο μήπως χάσουν κάτι, απ’ όσο επιθυμούν να κερδίσουν κάτι. Αυτό ισχύει περισσότερο για τους Έλληνες.

Ας μην συμπεραίνουμε από τις μαϊμουδίστικες συμπεριφορές των διάφορων μειοψηφιών του λάιφ στάιλ. Όταν βλέπουμε το σύγχρονο Έλληνα  να αγανακτεί επειδή λιγόστεψε το εισόδημά του, δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι το κάνει επειδή θα του λείψουν κάποιες απολαύσεις που αναγκαστικά θα βγάλει από τη ζωή του. Ο ηδονισμός σ’ αυτόν τον τόπο δεν ρίζωσε τόσο βαθιά. Ιστορικά, ποτέ δεν ήταν το φαγοπότι που ονειρεύονταν οι φτωχοί, ούτε η καλοπέραση.

Εκείνο που βαθύτατα επιθυμούσαν, ιδιαίτερα οι παλαιότεροι, ήταν η σιγουριά, πως όσα είχαν αποκτήσει δεν θα τους τα άρπαζαν κάποιοι ξαφνικά: Πόλεμοι, επιδρομείς, θεομηνίες, κατακτητές, “παλιοκαταστάσεις” γενικά, ληστές, φορομπήχτες, τοκογλύφοι…

Ο ίδιος φόβος θα τους συνοδεύει και αργότερα όταν κατέβηκαν από τα χωριά στις πόλεις. Οι καιροί ήταν διαφορετικοί. Οι ξυπόλητοι βρέθηκαν στους εμπορικούς δρόμους, τους γεμάτους με τις βιτρίνες του ‘70 του ‘80 του ‘90. Στο τέλος αυτών των δεκαετιών μπορούσαν τελικά  να καυχηθούν για τον εαυτό τους, να φωνάξουν πως επιτέλους τα κατάφεραν να χορτάσουν κι ακόμα να εκδικηθούν την παλιά τους πείνα ακόμα και με κάποιες μικροσπατάλες.

Ακόμα όμως κι όταν ανέδιδαν σε κάτι περιττό, ο φόβος παρέμενε πάντα παρών. Αυτός ο δαίμονας  που έρχονταν από παλιά και που αργά ή γρήγορα θα χτυπούσε πάλι την πόρτα του σπιτιού.

Σήμερα ο ίδιος απαίσιος ήχος ακούγεται, κατά τα μελαγχολικά βράδια, από το εσωτερικό των διαμερισμάτων που μετατράπηκαν σε φωλιές αγωνίας. Τηλεοράσεις, εφημερίδες, υπολογιστές, ραδιόφωνα, τηλέφωνα φέρνουν τα κακά μαντάτα, με μια έξαψη που είναι ταυτόχρονα και σημάδι χαιρεκακίας. Κυρίες και κύριοι, μάθετέ το: ξαναγινόσαστε αυτό που είσαστε κάποτε, άνθρωποι αναγκασμένοι να μετράτε και την τελευταία σας δεκάρα.

Υπάρχει λοιπόν ψυχικό απόθεμα στο σημερινό Έλληνα; Η εμπειρία, γράφει ο καθηγητής, υποδεικνύει ότι υπάρχει και ότι σπάνια θα βρείτε Έλληνα ικανοποιημένο με την απραξία του, ακόμα κι αν αυτή τού προσφέρει μια βολή. Η πλειονότητα νιώθει τη φαγούρα της δράσης, θέλει να ενεργήσει, να επιφέρει αλλαγές, να αποδείξει ότι μπορεί και ότι το να μένει με δεμένα χέρια, είναι και για το σύγχρονο Έλληνα αρρώστια  και ξεπεσμός.

Μάλλον έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα, αν κρίνουμε από τη ζωτικότητα πολλών μεμονωμένων ομάδων, που βλέπουμε γύρω μας και των οποίων οι φωνές τρυπάνε τ’ αυτιά μας. Είναι οι νέοι αγρότες που ζητάνε απελπισμένα κατευθυντήριες γραμμές, για να αναδιαρθρώσουν τις καλλιέργειές τους. Είναι άλλοι νέοι που έχουν την όρεξη να ξεκινήσουν μια επιχείρηση και βρίσκονται αντιμέτωποι με χαοτικούς “κωδικούς”  και προγράμματα”. Είναι οι, νέας γενιάς, εξαγωγείς μας που δίνουν τη μάχη της ποιότητας και της προστιθέμενης αξίας. Είναι οι ερευνητές μας που σε εχθρικό περιβάλλον και με ανύπαρκτους πόρους διαπρέπουν στα διεθνή fora.  Και άλλοι ακόμα που δίνουν το συγκινητικό παράδειγμα στους αποθαρρυμένους  Έλληνες, διαμηνύοντας ότι: χαμένη μάχη είναι αυτή που δεν δόθηκε ποτέ.

Την ίδια στιγμή που οι κυβερνώντες και οι διάφορες ηγεσίες, χρόνια τώρα, στέκονται αδέξιοι και αναβλητικοί μπροστά σ’ αυτή τη σφύζουσα διαθεσιμότητα χεριών και μυαλών: Μεγάλος μπελάς να οργανωθεί η ζωτικότητα…

Κι όμως, αν υπάρχει μια ευκαιρία, μια ανάγκη για εφαρμογή από την κυβέρνηση κάποιου μοντέλου fast track, αυτή πρέπει να εκδηλωθεί εδώ και τώρα, ακριβώς, στην υποδοχή, την τόνωση και την οργάνωση αυτής της ζωτικότητας. Γιατί αλλιώς: Κινδυνεύουμε να ηττηθούμε χωρίς να αγωνιστούμε. Και γιατί: “Αν υποκύψεις μια φορά στην απόγνωση, οι ευκαιρίες που σου προσφέρει μετά ο κόσμος για να απελπιστείς είναι άπειρες…”

 

[ΠΗΓΗ: capital.gr, του Γιώργου Ι. Κωστούλα, τέως γενικού διευθυντή εταιρειών του ευρύτερου  χρηματοπιστωτικού τομέα, 30/11/2015]