ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΧΟΙΑ - ΑΡΧΑΙΚΟ ΚΟΣΜΗΜΑ

Η θεματολογία της διακόσμησης των κοσμημάτων διαμορφώνεται ανάλογα µε την εποχή και τις κοινωνικές αλλαγές. Ένα θέμα που κυριαρχεί σε όλες τις εποχές είναι αυτό της απεικόνισης της φύσης. Λουλούδια, φύλλα φυτών, καρποί, συμπλέγματα από κλαδιά, κεφάλια ζώων, πουλιά, φίδια, ψάρια και κυρίως δελφίνια, αποτελούν προσφιλή μοτίβα που επανέρχονται ανά τους αιώνες µε διαφορετικές ίσως τεχνικές. Μια θεματολογία πάντα παρούσα στη φαντασία των τεχνιτών

Η κοσμηματοποιϊα γνώρισε μεγάλη άνθιση κατά την Αρχαϊκή περίοδο, όταν με το τέλος της Εποχής του Σιδήρου θα ξεκινήσει μια σπουδαία περίοδος για την Ελλάδα που θα διαρκέσει από τις αρχές του 7ου αιώνα ως τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.. Η αναπτυγμένη μεταλλευτική δραστηριότητα της εποχής και η διεύρυνση των εμπορικών συναλλαγών μέσω των αποικιών εξασφάλιζαν τα απαραίτητα πολύτιμα μέταλλα. Η επαφή με την Ανατολή έδωσε νέα ώθηση στις τεχνικές και η πλούσια εικονογραφία της κέντρισε τη φαντασία των ελλήνων τεχνιτών. Οι σημαντικότερες πηγές χρυσού που ελέγχονταν από τους Έλληνες στα αρχαϊκά χρόνια ήταν οι ποταμοί Πακτωλός στη Μικρά Ασία και Εχέδωρος (Γαλλικός) στη Μακεδονία, το όρος Παγγαίο, η Θάσος και η Σίφνος. Στην Ελλάδα έφτανε επίσης χρυσός από τα κοιτάσματα της Αιγύπτου, της Νουβίας, της Λυδίας και του Καυκάσου. Στις περισσότερες από τις παραπάνω περιοχές γινόταν και μετάλλευση αργύρου, ενώ τα μεταλλεία του Λαυρίου ήταν ήδη σε λειτουργία πριν από τους Περσικούς πολέμους. Βέβαια, κοσμήματα κατασκευάζονταν και από ορείχαλκο, τα οποία πολλές φορές μάλιστα υπερβαίνουν σε ποσότητα τα χρυσά. Σπάνια όμως είναι αντίστοιχης ποιότητας. Από τα ευρήματα είναι προφανές ότι οι προδιαγραφές του σχεδιασμού, της τεχνικής και της διακόσμησης θέτονταν για το χρυσό. Τα χαλκά (και σπανιότερα τα σιδηρά) κοσμήματα ήταν συνήθως απλές απομιμήσεις σε φτηνότερο υλικό.

Οι κυριότερες τεχνικές ήταν η σφυρηλάτηση, η εμπίεστη εργασία σε λίθινες, ξύλινες και χάλκινες μήτρες, η εγχάραξη, η χρήση σταμπών για τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, η χύτευση με τη μέθοδο του "χαμένου κεριού", η χύτευση σε μήτρες, η συρματερή τεχνική και η τεχνική της κοκκίδωσης. Οι δύο τελευταίες τεχνικές απαιτούσαν υψηλή επιδεξιότητα και ήταν γνωστές στη Φοινίκη και την Ετρουρία. Η κοκκίδωση έφτασε σε υψηλό επίπεδο ομοιομορφίας και ευθυγράμμισης των κοκκίδων, στη διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ., στη Ρόδο. Χρησιμοποιεί εξαιρετικά μικρούς κόκκους του πολύτιμου μετάλλου για την κάλυψη επιφανειών. Η δυσκολία της έγκειται στη σταθερή συγκόλληση των σφαιρικών κόκκων πάνω στην λεία επιφάνεια του μετάλλου, χωρίς αυτοί να λιώσουν εντελώς ή να παραμορφωθούν. Η συρματερή τεχνική χρησιμοποιήθηκε πολύ επιτυχημένα σε μία σειρά από σκουλαρίκια του 6ου αιώνα π.Χ. στη Μακεδονία.

Γνωρίζουμε αρκετούς τύπους κοσμημάτων. Μεταξύ των παλαιότερων δειγμάτων είναι κάποια χρυσά και ασημένια επίχρυσα φύλλα από στεφάνια αφιερωμένα στο ιερό της Άρτεμης Ορθίας, στη Σπάρτη. Τα στεφάνια βέβαια αντιπροσώπευαν κυρίως τιμητικές διακρίσεις, αλλά εκείνη την εποχή τεκμηριώνεται αρχαιολογικά και η εισαγωγή του εθίμου της στεφάνωσης των νεκρών. Τα διαδήματα -δημοφιλή ήδη από τη Γεωμετρική περίοδο- ακολουθούν το ισχυρό ρεύμα των ανατολικών επιδράσεων, και το αγαπημένο μοτίβο που τα διακοσμεί κατά τον 7ο αιώνα είναι οι ρόδακες. Οι πιο περίτεχνοι προέρχονται από τη Ρόδο, την Κω και τη Μήλο. Στον ακόλουθο αιώνα το θεματολόγιο διαφοροποιείται με νέα φυτικά μοτίβα και αρκετά παραδείγματα προέρχονται από τις βόρειες ακτές του Eυξείνου Πόντου και την Κύπρο. Κατά την αρχαϊκή περίοδο στη Κύπρο τα είδη κοσμημάτων είναι περιδέραια, ενώτια (σκουλαρίκια), δακτυλίδια, βραχιόλια, καρφίτσες, διαδήματα και ταινίες. Μερικές καινοτομίες που παρουσιάστηκαν στη χρυσοχοΐα της εποχής αυτής είναι κάποια νέα σχήματα στα δακτυλίδια και τα βραχιόλια, τα σκουλαρίκια από ήλεκτρο (κράμα χρυσού και αργύρου) σε συνδυασμό με σμάλτο και τα περιδέραια από χρυσές ψήφους με αναρτήματα από ημιπολύτιμους λίθους (π.χ. κορναλίνη, χαλκηδόνιος) . Οι πιο συνηθισμένες τεχνικές διακόσμησης είναι η έκτυπη και η κοκκιδωτή, ενώ τα κύρια διακοσμητικά μοτίβα είναι ζωικά και φυτικά μοτίβα (ρόδακες, ανθέμια, λωτοί), ανθρώπινες μορφές (π.χ. κεφαλές της αιγυπτιακής θεάς Αθώρ), και διάφορα γεωμετρικά σχέδια. Ένα από τα ωραιότερα δείγματα της Κυπροαρχαϊκής χρυσοχοΐας είναι το περίτεχνο χρυσό περιδέραιο από το Aρσος. Αποτελείται από σαράντα χρυσές ψήφους (χάντρες) και ένα μεγάλο κυλινδρικό ανάρτημα από αχάτη και χρυσό. Οι χάντρες του φέρουν κοκκιδωτή διακόσμηση, ενώ το ανάρτημα επιστέφεται από χρυσές ολόγλυφες μορφές μίας μέλισσας και δύο φιδιών με αιγυπτιακό στέμμα (ουραίων).

Κατά την ίδια περίοδο θέση στη Μακεδονία κατέχει ένα εργαστήριο που μεταξύ άλλων κατασκευάζει και μερικά από τα ωραιότερα ταινιωτά σκουλαρίκια, όπως αυτά που έχουν βρεθεί στη Σίνδο, την Αιανή και τη Θεσσαλονίκη. Άλλη κατηγορία σκουλαρικιών είναι αυτά με το κωνικό εξάρτημα, που εμφανίζονται στο Άργος τον 7ο αιώνα, και επιβιώνουν μέχρι την Ελληνιστική περίοδο. Λιγότερο διαδεδομένα είναι τα λεμβοειδή, όπως για παράδειγμα το ζεύγος που βρέθηκε στα Σπάτα της Αττικής.

Η «ανατολίζουσα ροδιακή χρυσοχοΐα» αναφέρεται σε ένα ασυνήθιστα πλούσιο και ομοιογενές σύνολο κοσμημάτων της ανατολίζουσας περιόδου (7ος αι. π.Χ.) Πρόκειται για έργα εξαιρετικής τέχνης και μοναδικής λεπτομέρειας, φτιαγμένα κυρίως από χρυσό και ήλεκτρο (φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου). Περιλαμβάνουν πολλούς τύπους κοσμημάτων, με σημαντικότερους τα διαδήματα, τους ρόδακες και τα κοσμήματα στήθους και κροτάφων. Τα περισσότερα βρέθηκαν στη Ρόδο και σε λίγα νησιά των Κυκλάδων, και θεωρείται ότι στους τόπους αυτούς βρίσκονταν και τα εργαστήρια κατασκευής τους. Η Ρόδος έχει δώσει μία σειρά εντυπωσιακών περιδέραιων αποτελούμενα από πλακέτες με παραστάσεις της Ποτνίας θηρών, δηλαδή της αφέντρας των άγριων ζώων που αργότερα ταυτίστηκε με την θεά Άρτεμη.. Εξίσου λεπτοδουλεμένα περιδέραια προέρχονται από τη Σίνδο της Μακεδονίας με πηνιόσχημες και αγγειόσχημες ψήφους και περίαπτα δουλεμένα με συρματερή τεχνική και κοκκίδωση, τα οποία χρονολογούνται στο β' μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Τέλος, μεμονωμένα αλλά ενδιαφέροντα κομμάτια προέρχονται από την Ελευσίνα, την Ερέτρια και τη Θήρα. Επιπλέον, από τη Σίνδο και την περιοχή της Οχρίδας γνωρίζουμε αρκετές περόνες με δισκόμορφη ή σφαιρική κεφαλή, καθώς και πόρπες με κυλινδρικά εξαρτήματα.

ΠΗΓΗ:

Ελισάβετ Κακαρούγκα – Στασινοπούλου, Η γοητεία του κλασικού- Το κόσμημα κατά τους γεωμετρικούς και κλασικούς χρόνους στον ελλαδικό χώρο και τα νησιά, ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

«Ελληνική Ιστορία στο Διαδίκτυο», Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού