Tag Archives: Ζορμπάς

Ο ΖΟΡΜΠΑΣ ΣΤΑ ΜΑΔΕΜΟΧΩΡΙΑ ΚΑΙ Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Γηγενής Μακεδόνας, ο Ζορμπάς, όταν ο τόπος τελούσε ακόμα υπό οθωμανικό ζυγό, γεννήθηκε, κατά μια πηγή, στο ορεινό Καταφύγι, ένα χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 1.450 μ. των Πιερίων ορέων, το οποίο ανήκει σήμερα στον Δήμο Βελβεντού Κοζάνης. Για άλλους, τόπος καταγωγής του ήταν ο Κολινδρός, κοντά στην Κατερίνη, από όπου μετακόμισε στο Καταφύγι ο τσέλιγκας πατέρας του Φώτης, μαζί με τη σύζυγό του Ευγενία και τα αδέλφια του Γιώργου, τον Γιάννη, τον Ξενοφώντα και την Κατερίνα. Ο Γιώργης από τα μικρά του χρόνια έβοσκε τα γιδοπρόβατα του πατέρα του, ενώ από τα 15 του επωμίστηκε όλη την ευθύνη του κοπαδιού. Όταν έπεσε αρρώστια που αποδεκάτισε τα ζώα, αναγκάστηκε να μετακινηθεί για λόγους επιβίωσης.

Ξεκίνησε πεζή για τα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής για να βρει δουλειά σε κάποιο μεταλλείο. Έφτασε στο Λίσμπορο (τη σημερινή Στρατονίκη) και προσλήφθηκε αμέσως ως ανειδίκευτος εργάτης από μια γαλλική εταιρεία που εκμεταλλευόταν το πλούσιο σε σιδηροπυρίτη, άργυρο, ψευδάργυρο και μόλυβδο μεταλλείο του Μαντέμ Λάκκου. Εκεί γνωρίστηκε με τον αρχι εργάτη του μεταλλείου, Γιάννη Καλκούνη, και αφού πρώτα γκάστρωσε την όμορφη κόρη του Ελένη, μετά την έκλεψε και κατόπιν την παντρεύτηκε. Δούλεψε στα καμίνια στα γειτονικά Σιδηροκαύσια (κοινώς Σιδερόκαψα), στηΛιαρέγκοβα (Αρναία), στο Νοβόσελο (Νεοχώρι), στον Μαχαλά (Στάγειρα), αλλά ως μετρημένος άνθρωπος που δεν είχε λυμένο το ζωνάρι για καβγά απέφευγε την οργή του πεθερού του και δεν ξαναπροσέγγισε τη Στρατονίκη.

Εν τω μεταξύ, έκανε οικογένεια και απέκτησε με τη γυναίκα του δώδεκα παιδιά, από τα οποία έζησαν τελικά τα οκτώ. Ανάμεσα σε αυτά που χάθηκαν ήταν και ο τέταρτος στη σειρά γιος του Αλέξης. Αργότερα, όταν πέθανε ο πεθερός του σε ένα ατύχημα στο μεταλλείο και εξέλιπε οριστικά το γινάτι του, ο Ζορμπάς επέστρεψε στις στοές του Μαντέμ Λάκκου και τον αντικατέστησε στο πόστο του αρχιεργάτη. Μέσα στις κοσμογονικές αλλαγές στη Μακεδονία που έφερε ο απελευθερωτικός πόλεμος του 1912-1913 πέθανε η αγαπημένη του Ελένη. Έκλεισε τότε και το μεταλλείο εξαιτίας των Βαλκανικών Πολέμων, απέμεινε χωρίς δουλειά και μ’ ένα τσούρμο ανήλικα ορφανά. Η απελπισία του χαροκαμένου πατέρα όμως δεν ταίριαζε στην περηφάνια του που μετριόταν με το μπόι του Ζορμπά. Για να θρέψει τη φαμίλια του γύρισε στο Ελευθεροχώρι Πιερίας, έξω από τον Κολινδρό, κοντά στον αδελφό του Γιάννη, όπου έκανε όποια δουλειά του ποδαριού έβρισκε (σιδεράς, ξυλο κόπος). Αφού τριγύρισε ως μαυραγορίτης και μεταλλοθήρας στη Νότια Ρωσία, επέστρεψε ως εργάτης στο μεταλλείο της Πραβίτας στην περιοχή Ταξιάρχη στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής. Στο κοντινό Άγιον Όρος γνώρισε τότε και τον Καζαντζάκη, ο οποίος έμενε μαζί με τον Σικελιανό στα κελιά διάφορων μοναστηριών διαβάζοντας Δάντη, Βούδα και τα Ιερά Ευαγγέλια.

ΠΗΓΗ: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, του Δημήτρη Παγαδάκη, 4/2/2018]

ΕΝΑΣ ΜΕΤΑΛΛΩΡΥΧΟΣ ΣΥΝΩΝΥΜΟ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

%ce%b6%ce%bf%cf%81%ce%bc%cf%80%ce%ac%cf%822

Ο  Ζορμπάς στην είσοδο στοάς το 1925

Έχουν περάσει περισσότερα από 70 χρόνια από τότε που ο Ν. Καζαντζάκης, αυτός ο παγκόσμιος Έλληνας, έγραψε το «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ» και πάνω από 50 χρόνια που ο Μιχάλης Κακογιάννης τον έκανε ταινία (Ο ΖΟΡΜΠΑΣ), παραμένοντας όλα αυτά τα χρόνια το πλέον αναγνωρίσιμο πολιτιστικό προϊόν της νεότερης Ελλάδος , με κυρίαρχο στοιχείο την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και την ερμηνεία του πρωταγωνιστή της ταινίας Anthony Quinn, με χαρακτηριστικό σημείο το χορό του Ζορμπά.

Πόσοι όμως ξέρουνε ότι ο Γιώργης Ζορμπάς, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, δεν είναι ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο, αλλά ένας Μακεδόνας μεταλλωρύχος επαγγελματίας μιναδόρος , που τα βήματα του  τον έφεραν στα πέρατα της γης, από τη Μάνη μέχρι τη Σερβία και τα Σκόπια. Ο Γιώργος Ζορμπάς δεν πάτησε όμως ποτέ το πόδι του στην Κρήτη και αυτό σχετικά με την αναφορά του Καζαντζάκη όπου τα γεγονότα διαδραματίζονται σε κάποιο χωριό της Κρήτης.

Όλα τα αναφερόμενα στο «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ» είναι πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν μεταξύ Αυγούστου 1916 & Σεπτεμβρίου 1917 στη Στούπα του Δήμου Καρδαμύλης Δ. Μάνης, όπου ο συγγραφέας με τα αρχικουμανταδόρο τον Γιώργη Ζορμπά προσπάθησε ανεπιτυχώς να λειτουργήσει και να εκμεταλλευτεί επικερδώς το Μεταλλείο Λιγνίτη στη θέση Πραστοβά.  Η γνωριμία του Γιωργή Ζορμπά με τον Νικ. Καζαντζάκη , ανάγεται στο 19195 όπου συναντιούνται στο δρόμο για το Άγιο Όρος , ο Καζαντζάκης παρέμεινε επί 40 ημέρες εκεί μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, ενώ την ίδια περίοδο ο Ζορμπάς εργάζεται σαν αρχιεργοδηγός  στο Μεταλλείο του Μαντέμ  Λάκκο στο Στρατώνι.

Αλλά ποιος πραγματικά ήταν αυτός ο αγράμματος άνθρωπος, ο Αλέξης Ζορμπάς που επηρέασε τόσο πολύ τη σκέψη του Καζαντζάκη και πόσο σημαντικός  άνθρωπος ήταν για τον συγγραφέα; Στον πρόλογο του έργου Βίος και Πολιτεία, αναφέρει ο συγγραφέας:

«Στη ζωή μου, οι πιο  μεγάλοι μου ευεργέτες  στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα. Από τους ανθρώπους , ζωντανούς και πεθαμένους , πολύ λίγοι βοήθησαν τον αγώνα μου. Όμως, αν ήθελα να ξεχωρίσω ποιοι άνθρωποι αφήκαν βαθύτερα  τ’ αχνάρια τους στη ψυχή μου, ίσως να ξεχώριζα τρεις-τέσσερις: Τον Όμηρο , τον Μπέρξονα,  τον Νίτσε και τον Ζορμπά. Ο πρώτος στάθηκε για μένα το γαληνό κατάφωτο μάτι –σαν τον δίσκο του ήλιου-που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα, ο Μπέρξονας με αλάφρωσε από άλυτες φιλοσοφικές αγωνίες που με τυραννούσαν στα πρώτα νιάτα, ο Νίτσε με πλούτισε  με καινούργιες αγωνίες και μ΄ έμαθε  να μετουσιώνω τη δυστυχία, την  πίκρα, την αβεβαιότητα σε περηφάνια κι ο  Ζορμπάς μ΄ έμαθε ν΄ αγαπώ την ζωή και να μη φοβάμαι το θάνατο. Αν ήταν στον κόσμο όλο σήμερα να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό , ΄΄γκουρού΄΄ όπως λένε οι Ιντοί, ΄΄Γέροντα΄΄ όπως λένε οι καλόγεροι στο Αγιονόρος, σίγουρα θα διάλεγα τον Ζορμπά ».

Γηγενής Μακεδόνας

Ο Γιώργης Ζορμπάς  λοιπόν, γηγενής Μακεδόνας, γεννήθηκε στο Κολινδρό Πιερίας αλλά πολύ σύντομα λόγω  προστριβών του πατέρα του με τους Τούρκους κατακτητές, μετοίκησε  στην άλλη πλευρά του Ολύμπου κοντά στη σημερινό Βελβεντό. Ο μικρός Ζορμπάς φροντίζει τα αιγοπρόβατα του πατέρα του ακόμα και όταν αυτός εγκαταλείπει την οικογένεια και γίνεται καλόγερος στο Άγιο Όρος. Στην προσπάθεια του   να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του και να τον ξαναβρεί και μετά από πολλών ημερών πορεία, συναντάει τα Μαντεμοχώρια και τα Μεταλλεία που τα εκμεταλλεύεται μια Γαλλική εταιρεία με εξαγωγές μεταλλεύματος σιδηροπυρίτη, αργύρου, μολύβδου και ψευδαργύρου.

Εκεί τον προσλαμβάνει ο αρχιεργοδηγός και μετέπειτα πεθερός του, Γιάννης Καλκούνης, ο οποίος τον εκπαιδεύει στην εργασία του μιναδόρου, του ξυλοδέτη κλπ.

Ο Γιάννης Καλκούνης όμως έχει και μια όμορφη κόρη την Ελένη, ο Ζορμπάς την ερωτεύεται παράφορα και την αφήνει έγκυο, παρά τα αυστηρά ήθη της εποχής. Για να μπορέσει δε να αμβλύνει κάπως την κατάσταση την παντρεύεται κρυφά και εγκαθίσταται στο Παλαιοχώρι Χαλκιδικής. Αλλά πλέον η εργασία στο Μαντέμ Λάκκο είναι απαγορευμένη γι’ αυτόν. Στο μεταξύ η Ελένη γέννησε δίδυμα. Ο δε πεθερός του σκοτώθηκε σε ατύχημα με εκρηκτικά μέσα στο Μεταλλείο, όταν δε πρόλαβε ή δεν ήθελε να βγει έγκαιρα μέσα από τη στοά. Έτσι ο Ζορμπάς ξαναγυρίζει στο Μαντέμ Λάκκο και αναλαμβάνει τη θέση του πεθερού του. Η γυναίκα του μένει ξανά έγκυος, και πολύ σύντομα όμως προσβάλλεται από γυναικολογική λοίμωξη και πεθαίνει. Ο πόνος του Ζορμπά είναι ανείπωτος.

Η περίοδος στην Μάνη

Ας επανέλθουμε όμως εκεί που διαδραματίζεται το έργο «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ» στη Δυτική Μάνη. Δεν είναι μόνο οι αναφορές που κάνει ο Καζαντζάκης για τον χαρακτήρα, τις ικανότητες, τις φιλοσοφικές θεωρήσεις του Ζορμπά στις ατελείωτες ώρες συζητήσεων που είχε μαζί του, αλλά το εντυπωσιακό είναι ότι ο αγράμματος Ζορμπάς συνομιλεί για υπαρξιακά φιλοσοφικά θέματα µε τον Άγγελο και την Εύα Σικελιανού και την Μαρίκα Κοτοπούλη που ήταν τακτικοί επισκέπτες του Καζαντζάκη.

Μάλιστα λέγεται ότι ο Ζορμπάς είχε κατασκευάσει από κορμούς δέντρων που χρησιμοποιούσε για τη ξυλοδεσία, ένα ανάκλιντρο-κρεβατίνα και το είχε τοποθετήσει στα αβαθή της αμμουδιάς στη θέση της Καλογριάς, για να ξεκουράζεται και να απολαμβάνει το τοπίο ο Άγγελος Σικελιανός.

Ο υπογράφων στα πλαίσια ιστορικής έρευνας το 1976 για το πέρασµα του Καζαντζάκη από τη Μάνη, είχε τη τύχη να συναντήσει δύο εναπομείναντες στη ζωή από τους εργάτες του Λιγνιτωρυχείου, συνεργάτες του Ζορµπά, καθώς και τον βαφτισιµιό του Γιώργη Εξαρχουλέα γιο του κουμπάρου και του σπιτονοικοκύρη του. Αυτοί οι άνθρωποι περιέγραψαν τον Ζορμπά ως άριστο γνώστη της Μεταλλευτικής, εξαιρετικό χειριστή του δυναμίτη, άλλα συνάμα ένα τυχοδιώκτη που δεν είχε όρια, έναν άνθρωπο των απολαύσεων, γλεντοκόπο και γυναικά, όπως τον χαρακτηριστικά των περιγράφει ο Καζαντζάκης «εξαίσιο φαγά, πιοτή, δουλευταρά και αλήτη». Μπορούσε να εργάζεται ασταμάτητα χωρίς ύπνο επί ημέρες, αλλά και επί μέρες ξεχνιόταν με τις «κυρίες» της Καλαμάτας. Αυτός όμως ο γερο-αλήτης μιλούσε στους χωρικούς εργάτες του για τη ματαιότητα, το θάνατο, το Θεό και τον Σατανά και έλεγε «σκεφτείτε το θάνατο και τη ματαιότητα για να γλιτώσετε από τους διαβόλους».

Η εκμετάλλευση του Λιγνιτωρυχείου στην Μάνη δεν ευδοκίμησε και ο Καζαντζάκης στο έργο του Αναφορά στον Γκρέκο λέει: «Ο Ζορμπάς και εγώ κάμαμε ότι μπορούσαμε για να φτάσουμε γελώντας, παίζοντας, κουβεντιάζοντας στην καταστροφή». Ο Καζαντζάκης μετά από αυτό φεύγει και εγκαθίσταται στην Ελβετία. Ο δε Ζορμπάς επιστρέφει στα γνώριμα μέρη της Χαλκιδικής. Η επικοινωνία του ωστόσο με τον Καζαντζάκη διατηρείται και μάλιστα όταν το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναθέτει στον Καζαντζάκη να μεταβεί στον Καύκασο για να επαναπατρίσει περίπου 10.000 Έλληνες, οι οποίοι κινδύνευαν να εξοντωθούν λόγω της επικράτησης της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Ζορμπάς  τον ακολουθεί και συμβάλλει αποφασιστικά στην επιστροφή των ομογενών.

Εγκαταλείποντας την Ελλάδα

Στο μεταξύ ο Ζορμπάς που έχει ξαναπαντρευτεί και αφήνει την οικογένεια του στην Ελλάδα φεύγει αναζητώντας εργασία στα Βαλκάνια όπου και γίνεται συνιδιοκτήτης Μεταλλείου στο  Leskovac κοντά στη Niš της Σερβίας. Εκεί ξαναπαντρεύεται µε µια όμορφη Σέρβα και είναι πλέον δίγαμος. Προσκαλεί τον Καζαντζάκη πολλές φορές ο οποίος όμως λέει «Ο Ζορμπάς μου γράφει να πάω αμέσως στη Σερβία όπου έχει ετοιμάσει σπίτι κ.λπ. και δε θα χωρίσουμε πια. Φαίνεται πως οι δουλειές του παν καλά ή πως είναι άρρωστο το μυαλό του. Μάλλον το πρώτο. Του ‘ γραψα.   Να δούμε (1923). Ο Ζορμπάς δεν απάντησε. Φαίνεται, ως λες, πως αλητεύει και έτσι διαλύεται το όνειρο του Σέρβικου βουνού (1923)’ «Ο Ζορμπάς δεν απαντά – σηµείο πως αλητεύει (τέλος 1923)».

Ο Καζαντζάκης από το 1930 διαμένει στην Αίγινα, στο σπίτι του κουμπάρου του Γιάννη Αγγελάκη, πατέρα της μεγάλης Ελληνίδας ποιήτριας Κατερίνας Ρουκ-Αγγελάκη. Τα σύννεφα του πολέμου είναι πλέον κοντά, αλλά ο Ζορμπάς που έχει ήδη μετακινηθεί στο Μεταλλείο KrivaPalanka στα Σκόπια γράφει στον Καζαντζάκη και όπως ο ίδιος λέει στην Αναφορά στον Γκρέκο, ο Ζορμπάς του έστειλε τηλεγράφημα και του έλεγε: «”Εύρον πράσινην πέτραν ωραιοτάτην ελθέ αμέσως. Ζορμπάς”. Μέσα σε τέτοιες φαρμακερές μέρες έλαβα το τηλεγράφημα του Ζορμπά. Στην αρχή θύμωσα, ο κόσμος χάνεται, κιντυνεύει η ζωή και η τιμή κη η ψυχή του ανθρώπου, κι ορίστε τώρα ένα τηλεγράφημα με κινήσεις, να κάμεις χίλια μίλι για να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα! Ανάθεμα είπα στην ομορφιά, γιατί είναι άκαρδη και δεν νοιάζεται τον πόνο του ανθρώπου. Μα ξαφνικά τρόμαξα, ο θυμός είχε κιόλας ξεθυμάνει και ένοιωθα με φρίκη πως η απάνθρωπη κραυγή του Ζορμπά αποκρίνονταν σε άλλη απάνθρωπη μέσα μου κραυγή. Ένα άγριο όρνιο μέσα μου τίναξε τα φτερά μου να φύγει. Όμως δεν έφυγα δε τόλμησα πάλι, δεν κίνησα να πάω, δεν ακολούθησα τη θεϊκιά θηριώδη μέσα μου κραυγή, δεν έκαμα μια γενναία παράλογη πράξη. Ακολούθησα την κρύα ανθρώπινη φωνή του λογικού, πήρα την πένα κι έγραψα του Ζορµπά και του εξηγούσα …Κι αυτός µου αποκρίθηκε “Είσαι, και να µε συμπαθάς, αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες και εσύ, κακομοίρη, μια φορά στην ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες. Μα το Θεό, κάθουμαι κάποτε, όταν δεν έχω δουλειά, και λέω με το νου μου: Υπάρχει, δεν υπάρχει Κόλαση; Μα χτες πού έλαβα το γράμμα σου, είπα: Σίγουρα πρέπει να υπάρχει Κόλαση για μερικούς καλαμαράδες”».

Σχετικά με τη σκηνή όπου Σχετικά με τη σκηνή όπου ο Ζορμπάς χορεύει το πασίγνωστο συρτάκι, ο Καζαντάκης το περιγράφει ως μια ανταρσία, να τι λέει «… Ο χορός αυτός του Ζορμπά ήταν όλο πρόκληση, πείσμα κι ανταρσία. Θαρείς και φώναξε: “Τι μπορείς να μου κάνεις Παντοδύναμε; Τίποτα δεν μπορείς να μου κάμεις, να με σκοτώσεις μονάχα. Σκότωσέ με, καρφί δεν μου καίγεται, έβγαλα το άχτι μου, είπα ότι ήθελα να πω, πρόφτασα και χόρεψα, και πια δεν σε έχω ανάγκη”».

Αυτός ήταν λοιπόν ο Αλέξης Ζορμπάς, ένας σύγχρονος «Μέγα-Αλέξανδρος», ένας μεταλλωρύχος που το όνομά του έγινε συνώνυμο της νεότερης Ελλάδος. Πέθανε το 1941 στα Σκόπια και ο τάφος του βρίσκεται σε κεντρικό νεκροταφείο των Σκοπίων, στο Μπούλτσε.

Ο Γιώργης Ζορμπάς

%ce%b6%ce%bf%cf%81%ce%bc%cf%80%ce%b1%cf%821

 

%ce%b6%ce%bf%cf%81%ce%bc%cf%80%ce%ac%cf%823

Ο τάφος του Ζορμπά στα Σκόπια

[ΠΗΓΗ: EXTRACO Α.Ε., newsletter Σεπτέμβριος 2016, του Νικόλαου Μαντζαρέα, ∆ιευθύνοντα Συµβούλου EXTRACO A.E.]

 

ΜΕΤΑΛΛΕΙΟΚΤΗΤΗΣ Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΩΡΥΧΟΣ Ο ΖΟΡΜΠΑΣ!

originalτου Πέτρου Τζεφέρη, Δρ ΕΜΠ, συγγραφέα

“Γιατί αλήθεια ο Καζαντζάκης πήγε και σκάλωσε δύο ολόκληρες χρονιές (από το φθινόπωρο του 1916 μέχρι το καλοκαίρι του 1918) σε αυτή την όμορφη πλην όμως απομονωμένη γωνιά του τόπου μας;”

Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Λίγο μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, ο Ν. Καζαντζάκης, νέος δικηγόρος τότε, αποκτά τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του λιγνιτωρυχείου της Πραστοβά στην Στούπα της Μεσσηνιακής Μάνης, λίγο μετά την Καρδαμύλη, σημερινό δήμο Δυτικής Μάνης.

Ο Καζαντζάκης προσλαμβάνει τον Γιώργη (τον μετέπειτα Αλέξη και λογοτεχνικό ήρωα του γνωστού βιβλίου του) Ζορμπά ως αρχιεργάτη και εμπειρικό μεταλλειολόγο με σκοπό την εκμετάλλευση του λιγνιτωρυχείου.

Έχουν γραφτεί πολλά για τη σχέση του Καζαντζάκη με τον Ζορμπά, την προσωπικότητα του Ζορμπά της τέχνης και του Ζορμπά της ζωής, ειδικά μετά την μεγάλη επιτυχία της ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη (1964) που μετέφερε στην μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Κι άλλα τόσα για τις επιλογές του, από τη φιλοσοφία (γιατί η μπερξονική έκφραση της ζωτικής ορμής που ξεχειλίζει στον ήρωα σε σχέση με τη νιτσεϊκή πνευματικότητα) μέχρι την γεωγραφική και τοπωνυμιακή ανάλυση (γιατί η Κρήτη και όχι η Μάνη)…

Εκείνο που δεν είναι γνωστό και ουδέποτε αναλύθηκε εμπεριστατωμένα είναι η σχέση του Καζαντζάκη με την μεταλλεία, με την υπερβατικότητα και το μαξιμαλισμό που την χαρακτηρίζει σε συνδυασμό με την ιδεολογική ταυτότητα του έργου του μεγάλου συγγραφέα.

Και δεν έστησε μόνο γαλαρίες και γραφεία για να παρακολουθεί την πρόοδο της εξόρυξης του κάρβουνου, μια εξόρυξη που δεν υποσχόταν και πολλά. Έστησε ακόμη παράγκες και έμενε σε σπηλιές στην όμορφη παραλία της Καλόγριας, δίπλα στο κύμα για να μπορεί να μελετά και να γράφει όταν είχε πολύ ζέστη στο μικρό σπιτάκι του Ανδρέα Εξαρχουλέα, όπου έμενε τον υπόλοιπο καιρό. Γιατί αλήθεια; Και γιατί επέμεινε επί τόσο πoλύ χρόνο για κάτι που από την αρχή δεν φαινόταν να περπατάει; Kαλούσε μάλιστα εκεί ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων, όπως ο Άγγελος Σικελιανός, η Εύα Πάλμερ, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη και φυσικά η Γαλάτεια Kαζαντζάκη, των οποίων η παρουσία τάραξε έντονα την περίκλειστη τοπική κοινωνία, ειδικά των γυναικών, γιατί ήταν οι πρώτες γυναίκες που κάπνιζαν και έκαναν μπάνιο στα νερά της Καλόγριας με μαγιό [1]…

Μήπως πήγε μόνο και μόνο για να βγάλει λεφτά από την εξόρυξη, να γλιτώσει από τις υλικές ανάγκες ώστε στο μέλλον να μπορεί να ασχοληθεί απερίσπαστος με τις πνευματικές του αναζητήσεις [4]; Αυτός ο «τραγικός» ουτοπιστής δον κιχώτης που ποτέ δεν νοιάστηκε για τον πλούτο [7];

Mήπως, τον συνεπήρε η προσωπικότητα του Ζορμπά, του πρωτόγονου γλεντζέ και χαροκόπου αυτού αντίποδά του, στον οποίο έβλεπε το δικό του alter egο; Του Ζορμπά που -όπως έλεγε- είχε την πρωτόγονη ματιά, αυτήν που χρειάζεται ένα καλαμαράς για να σωθεί;

Όμως ο Ζορμπάς της ζωής ήταν ένας απλός (αν όχι απλοϊκός) άνθρωπος που σε όλη τη ζωή του τον απασχολούσαν η ανακάλυψη και εκμετάλλευση των μεταλλείων. Ένας χρυσοθήρας, ένας ορυκτοθήρας, ένας έλληνας γκαριμπέιρο. Η μανία του αυτή τον έκανε να ζει σε διαρκή μετακίνηση και για αυτό είχε σκορπίσει σαν ο λαγός τα (εννέα) παιδιά του [3]…Ξεκίνησε από το Λίσμπορο (τη σημερινή Στρατονίκη) όπου βρήκε δουλειά στο μεταλλείο του Μάντεμ Λάκκου επί Γαλλο-οθωμανικής εταιρείας, μάλιστα εκεί τον προσέλαβε  ο μελλοντικός πεθερός του, ο Γιάννης Καλκούνης. Ειδικεύτηκε επί σειρά ετών σε όλες τις δουλειές του μεταλλείου, δούλεψε διαδοχικά ως ορύκτης, ξυλοδέτης, λαγουμιτζής, ανιχνευτής μετάλλων. Όταν το μεταλλείο του Μάντεμ Λάκκου έκλεισε, ο Ζορμπάς μετά από σύντομες περιπλανήσεις ανά την Ελλάδα (όπως ήταν κι αυτή στο λιγνιτωρυχείο στην Πραστοβά της Μάνης και όχι φυσικά της Κρήτης, όπως έγραψε λογοτεχνική αδεία ο μεγάλος συγγραφέας, η οποία Κρήτη όμως -παρεμπιπτόντως- δεν διαθέτει ούτε διέθετε ποτέ λιγνιτωρυχεία), βρέθηκε στην Σερβία, πάλι κάνοντας την ίδια δουλειά, όπου και έμεινε ως το τέλος της ζωής του, από το 1926 ως το 1941 [2]. Στη Σερβία,  σημερινά Σκόπια, εκμεταλλεύτηκε ένα ορυχείο λευκολίθου πού ήταν αποδοτικό, ενώ διατηρούσε και άλλο ιδιόκτητο λιγνιτωρυχείο[3].

Στη Σερβία και το μεταλλείο λευκολίθου τον «βρίσκει» ο Καζαντζάκης όταν γράφει προλογίζοντας το μετέπειτα ομώνυμο περί Ζορμπά μυθιστόρημα: «Θυμούμαι εκείνο το ίδιο βράδυ έλαβα το τηλεγράφημα του Ζορμπά από τη Σερβία»:

 «Ελα αμέσως. Βρήκα πέτρα ωραιότατο πράσινο χρώμα»… Και συνεχίζει:

 «Στην αρχή θύμωσα. Εκατομμύρια άνθρωποι εξευτελίζονται και γονατίζουν γιατί δεν έχουν ένα κομμάτι ψωμί να στυλώσουν την ψυχή τους, Και να, ένα τηλεγράφημα να φύγεις για να δεις μια πράσινη πέτρα!»

Μια πράσινη πέτρα λοιπόν. Ενα λιγνιτωρυχείο, που «πήγε κατά διαβόλου, μια πρόφαση μάλλον». Κι ένας καρδιακός φίλος, ο ζορμπάς της ζωής, πλην όμως χρυσοθήρας!

Μήπως λοιπόν και ο Καζαντζάκης ήταν ένας ορυκτοθήρας με την ευρύτερη έννοια του όρου; Που επιζητεί την υπέρβαση αυτή που προσφέρει η μεταλλεία και η αναζήτηση των σπανίων ορυκτών, η αναζήτηση του αγνώστου, του μεγάλου, του ασυνήθιστου, του δυσκολόπαρτου, του επικίνδυνου, του υπεράνθρωπου κι αδυνάτου ενίοτε… Πολλές φορές έχω ντραπεί μέσα μου, γράφει ο ίδιος, γιατί δεν έκαμα ό,τι η ανώτατη μέσα μου παραφροσύνη -η ουσία της ζωής-μου φώναζε να  κάμω.. Κι ο Ζορμπάς της τέχνης τον «έψεγε» για τον ίδιο λόγο, «Μπορούσες και συ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πέτρα και δεν την είδες…».

Δειλία, μανιακή φιλοδοξία, τραγική ακροβασία πάνω από το χάος; Μήπως η «μεταλλεία» ήταν κι αυτή μια πρόφαση για κάποιον που ό,τι δεν μπορούσε να αγγίξει στη ζωή το δημιουργούσε καταπώς τ’ άρεσε στα γραφτά του[7];

Ίσως την απάντηση στο ερώτημα δίνει η τελευταία αποστροφή του προλόγου του μεγάλου συγγραφέα στο βιβλίο του:

«Αφρική, περιπέτεια, γυναίκα, πράσινη πέτρα! Να ξεπουλήσεις όλα τα τιποτένια μικρά πετράδια, -τις μέτριες αρετές, τις φρονιμάδες, τις ευτυχίες-για να αγοράσεις το μεγάλο μαργαριτάρι!».

[1] Ιστορικό της Παραμονής του Νίκου Καζαντζάκη στην Μάνη, Δήμος Λεύκτρου.

[2] Γιάννη Αναπλιώτη: «Ο αληθινός Ζορμπάς και ο Νίκος Καζαντζάκης», εκδ. Δρόμων, Αθήνα  2003, σελ. 256.

[3] Συνέντευξη με τον Μάρκο Αυγέρη: O Ζορμπάς της ζωής και ο Ζορμπάς της τέχνης, Εφ. Αυγή, 21.3.1965.

[4] Ν. Καζαντζάκης: Ο άνθρωπος, ο δημιουργός, ο ιδεολόγος, Συλλογικό Εργο. Εκδ. Ελευθεροτυπίας, Αθήνα 2007, σελ.168.

[5] Αλέξης Ζορμπάς, Από τη Βικιπαίδεια.

[6] Αλέξης Ζορμπάς (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)

[7] Zωγράφου Λιλή: «Νίκος Καζαντζάκης. Ένας τραγικός». Εκδ.Αλεξάνδρεια, 1997, σελ.320.

ΠΗΓΗ: http://www.huffingtonpost.gr/, 15/01/2016