ΕΠΑΝΕΡΧΕΤΑΙ ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

170327215752597Πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, στον απόηχο των επαναστάσεων Θάτσερ και Ρέιγκαν αλλά και της κατάρρευσης του κομμουνισμού στην Ευρώπη, η έννοια της βιομηχανικής πολιτικής φαινόταν να έχει απαξιωθεί στο μεγαλύτερο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου. Τον τελευταίο καιρό όμως έχει κάνει μια επιστροφή. Το ζήτημα του πώς οι κυβερνήσεις πρέπει να ενισχύσουν την εγχώρια βιομηχανία έχει επανέλθει σε περιοχές που κανονικά πιστεύαμε ότι δεν θα υπήρχε τέτοιος προβληματισμός, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά την εκλογή Τραμπ.

Με ακραίους πολιτικούς όπως ο Γκρίλο ή ο Φάρατζ να κερδίζουν έδαφος, η βιομηχανική πολιτική αναδεικνύεται σε μέσο για την ανάκτηση του ελέγχου των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης. Όμως η βιομηχανική πολιτική ανέκτησε τη σημασία της και μέσω της οικονομικής κρίσης μετά το 2008. Με τις αγορές να έχουν σαφώς αποτύχει, οι κυβερνήσεις στη Δύση έλαβαν μέτρα για τη διάσωση βιομηχανικών μονάδων και επιχειρήσεων από τη χρεοκοπία, για να ενισχύσουν γενικότερα την οικονομική δραστηριότητα και δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας.

Στην πραγματικότητα, οι συζητήσεις για τη βιομηχανική πολιτική όπως άλλωστε και η ίδια η βιομηχανική πολιτική ποτέ δεν προχώρησαν. Οι κυβερνήσεις προσπαθούσαν να διευκολύνουν τις συνθήκες προκειμένου να ενισχύσουν τις επιτυχίες της βιομηχανικής τους πολιτικής στο εσωτερικό. Ταυτόχρονα, ακόμη κι εκείνες που αντιμετώπιζαν ως πανάκεια την ανάπτυξη της βιομηχανικής πολιτικής βρέθηκαν αντιμέτωπες σε σοβαρές αποτυχίες.

Όσον αφορά ειδικά στην Ευρώπη, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας το παγκόσμιο επιχειρηματικό περιβάλλον άλλαξε δραστικά. Η αλλαγή αυτή έχει ως αποτέλεσμα τόσο προκλήσεις όσο και ευκαιρίες για την ευρωπαϊκή βιομηχανία: η βιομηχανική πολιτική πρέπει να βοηθήσει να αξιοποιήσει καθένας τις ευκαιρίες. Η βιομηχανία της ΕΕ ανταγωνίζεται με την Κίνα, τη Βραζιλία, την Ινδία και άλλες αναδυόμενες οικονομίες και σε προϊόντα υψηλής αξίας.

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν αναλυτές «σήμερα παρά ποτέ η Ευρώπη χρειάζεται τη βιομηχανία και η βιομηχανία χρειάζεται την Ευρώπη. Η ενιαία αγορά, με 500 εκατομμύρια καταναλωτές, 230 εκατομμύρια εργαζόμενους και 20 εκατομμύρια επιχειρηματίες είναι βασικό μέσο για την επίτευξη ανταγωνιστικής βιομηχανικής Ευρώπης.

Γενικότερα, έχει επισημανθεί η ανάγκη μιας νέας προσέγγισης στη βιομηχανική πολιτική που θα θέσει την οικονομία της ΕΕ σε πορεία δυναμικής ανάπτυξης, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα, παρέχοντας ανάπτυξη και θέσεις εργασίας και διευκολύνοντας τη μετάβαση στην οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και αποδοτικότητας των πόρων.

Άλλωστε, στον απόηχο του Brexit, η Βρετανή πρωθυπουργός Τερέζα Μέι ανακοίνωσε μια νέα βιομηχανική πολιτική, που έχει στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας. Όπως τόνισε πρόσφατα η Τερέζα Μέι, η κυβέρνηση θα επιλέξει κλάδους της βρετανικής οικονομίας τους οποίους θα ενισχύσει στο πλαίσιο της νέας βιομηχανικής στρατηγικής. Η κ. Μέι έχει θέσει τη βιομηχανική στρατηγική στο επίκεντρο της κυβερνητικής πολιτικής για την εποχή μετά την έξοδο από την Ε.Ε. και, ουσιαστικά, σκοπεύει να διαλέξει «εθνικούς πρωταθλητές» σε διάφορους κλάδους της βιομηχανίας. Η βρετανική κυβέρνηση θεωρεί ότι έχουν λαμπρό μέλλον οι τομείς της βιοτεχνολογίας, της τεχνητής νοημοσύνης και τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας. Στους πιο παραδοσιακούς τομείς που σκοπεύει να ενισχύσει η βρετανική κυβέρνηση περιλαμβάνονται οι μεταφορές, οι τηλεπικοινωνίες, η ενέργεια και οι κατασκευές. Ήδη το Λονδίνο έχει ανακοινώσει ότι θα δαπανήσει 170 εκατομμύρια λίρες ώστε να βελτιώσει την τεχνική εκπαίδευση στη χώρα. Η στρατηγική «αφορά την οικονομία του μέλλοντος, ώστε να διασφαλίσουμε ότι θα αναπτυχθούν οι επιχειρήσεις και ότι θα ενθαρρυνθούν να αναπτυχθούν στη Βρετανία», είχε πει η κ. Μέι πριν λίγε μέρες σε τηλεοπτική της συνέντευξη.

Ταυτόχρονα κι ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούνταν συχνά ως η καρδιά της αντίστασης στη βιομηχανική πολιτική, στην πραγματικότητα πρωτοπορούσαν στον τομέα. Όμως στο εξής, κυβερνήσεις και ηγέτες ανά τον κόσμο που ετοιμάζονται να επενδύσουν δυναμικά στη δική τους βιομηχανική πολιτική στα επόμενα χρόνια, θα χρειαστεί πιθανότατα να αναζητήσουν έμπνευση αλλού.

[ΠΗΓΗ: http://www.politically.gr, της Κατερίνας Παναγιώτου, 28/3/2017]