ΟΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΝΑΔΙΚΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ ΤΟ “ΕΛ.ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ”

AA7EF73008E1384CC7DAE23CC4267B31Οι Σκουριές δεν είναι ο μόνος πονοκέφαλος των Καναδών επενδυτών. Στο μέτωπο του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος, άλλη μια τρικλοποδιά βρίσκεται σε εξέλιξη…

Τον τρέχοντα μήνα θα έπρεπε να “τρέξει” η ελληνική κυβέρνηση τη διαδικασία εκδήλωσης ενδιαφέροντος για το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο αποκρατικοποιήσεων που είχε εγκριθεί τέλη του περασμένου Ιουλίου.

Ωστόσο, επτά μήνες μετά το θερμό καλοκαίρι του 2015, “παγωμένη” παραμένει η πώληση του 30% των μετοχών του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) με ταυτόχρονη επέκταση της ισχύος της σύμβασης παραχώρησης, καθώς η κυβέρνηση και το υπουργείο Υποδομών φαίνεται, για πολιτικούς λόγους, να έχουν αποφασίσει να μην τηρηθούν όσα συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου.

Ειδικότερα, σύμφωνα με πληροφορίες, η επέκταση της σύμβασης παραχώρησης, που λήγει το 2026, παρότι θα αποτελούσε μήνυμα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, δεν αποτελεί κυβερνητική επιλογή. Στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρουν πηγές της αγοράς, ο Υπ. Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης έχει επιστρατεύσει το παιχνίδι των καθυστερήσεων και του επικοινωνιακού τακτικισμού.

Έτσι, παρότι ο επικεφαλής του ΤΑΙΠΕΔ Στέργιος Πιτσιόρλας έχει ενημερώσει τους βασικούς μετόχους του “Ελ. Βενιζέλος”, το καναδικό συνταξιοδοτικό ταμείο PSP, για την εκκίνηση των διαπραγματεύσεων με στόχο την παράταση της σύμβασης παραχώρησης, ο επικεφαλής του ΔΑΑ Παναγιώτης Ρουμελιώτης, που αποτελεί επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ, δεν φέρει το συγκεκριμένο ζήτημα προς συζήτηση και έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο.

Ακόμη, ο Χρ.Σπίρτζης με επιστολή του προς το ΔΑΑ ζητάει να περικοπούν τα bonus των υψηλά αμειβομένων κατηγοριών και να εναρμονιστούν οι μισθοί με το ύψος των πρωθυπουργικών απολαβών. Όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, ο επικεφαλής του υπουργείου Υποδομών φαίνεται να αγνοεί ότι τις απολαβές στο ΔΑΑ καθορίζουν οι ιδιώτες μέτοχοι που ελέγχουν το 45% του μετοχικού κεφαλαίου, όπως και το management αυτής.

Πάντως, το κρατικό καναδικό fund διαχείρισης συνταξιοδοτικών εισφορών (Public Sector Pension Investment Board ή PSP Investments) ενδιαφέρεται για την 20ετή επέκταση της σύμβασης παραχώρησης του ΔΑΑ. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις δεν είναι δυνατόν να τελεσφορήσουν, δεδομένου ότι από την μία πλευρά βρίσκονται οι Καναδοί, που είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν έως και 250 εκατ. ευρώ, και από την άλλη πλευρά η ελληνική κυβέρνηση που είναι εχθρική στη διάθεση του 30% και στην επέκταση της σύμβασης έως το 2046.

Ως εκ τούτου, το fund που απέκτησε το 2013 το 26,6% του “Ελ.Βενιζέλος” (σ.σ.: από τη γερμανική Hochtief) αδυνατεί, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, να αποκωδικοποιήσει τις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης που αν και έχει δεσμευτεί για την επέκταση της σύμβασης παραχώρησης, δεν προχωράει τη διαδικασία. Σήμερα, το 30% του ΔΑΑ ελέγχει το ΤΑΙΠΕΔ, το 25% ανήκει στο Δημόσιο, το 40% στο PSP και το 5% στον όμιλο Κοπελούζου.

Σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα, το ΤΑΙΠΕΔ θα έπρεπε να είχε εκκινήσει το διαγωνισμό για την πώληση των μετοχών από τον περασμένο Δεκέμβριο, αφότου θα είχε ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις με το ΔΑΑ για τον προσδιορισμό των όρων της επέκτασης της συμφωνίας παραχώρησης και τους υφιστάμενους μετόχους σχετικά με την πώληση του 30%. Επίσης, η καταληκτική προθεσμία για την εκδήλωση ενδιαφέροντος ήταν ο Φεβρουάριος του 2016.

Το ΔΑΑ προσελκύει το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον, δεδομένου ότι πρόκειται για μία εταιρεία με υψηλή κερδοφορία και προοπτικές που σχετίζονται με τις πολύ καλές επιδόσεις του τουρισμού που έχουν οδηγήσει σε συνεχή ρεκόρ επισκεψιμότητας. Στο πλαίσιο αυτό, παλαιότερα, ενδιαφέρον είχαν εκδηλώσει οι κινεζικών συμφερόντων εταιρείες Shenzhen Airport και Friedmann Pacific Asset Management.

Να σημειωθεί ότι η βραδύτητα που χαρακτηρίζει τη διαδικασία της επέκτασης της σύμβασης παραχώρησης δεν έχει κυβερνητικό χρώμα. Η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση του αεροδρομίου των Σπάτων προβλεπόταν, αρχικά, να ξεκινήσει μέσα στο 2011, ενώ στη συνέχεια τέθηκε ως νέο χρονικό ορόσημο ο Δεκέμβριος του 2013.

[ΠΗΓΗ: capital.gr, του Δημήτρη Δελεβέγκου, 8/02/2016]